Συνέντευξη στην εφημερίδα ”Goal” έδωσε ο Μάρκος Αντόνιο,λέγωντας ένα μεγάλο ευχαριστώ στους φίλους του ΠΑΟΚ αλλά και εκφράζωντας παράπονα για την αντιμετώπιση της Οσέρ προς το πρόσωπο του.
Αναλυτικά:
Μάρκος, τι θυμάσαι από τις πρώτες μέρες όταν έμαθες πως αντιμετωπίζεις πρόβλημα; Κατ’ αρχάς, θέλεις να τις θυμάσαι;
“Οχι, δεν θέλω, αλλά πρέπει. Και πρέπει διότι αν ξεχάσεις τις δυσκολίες της ζωής, ξεχνάς και την αξία της ζωής. Ημουν σαν χαμένος, δεν ήθελα να πιστέψω αυτό που μου είχε συμβεί“.
Πότε το έμαθες;
“Είχα κάποιες ενοχλήσεις στο πόδι μου και οι γιατροί μου είπαν να κάνω θεραπεία. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι είχε να κάνει με κάτι άλλο. Λίγο αργότερα, στις αρχές του 2009, είχα ενοχλήσεις στο λαιμό. Ζήτησα από τον Φερνάντο Σάντος να επισκεφτώ κάποιους δικούς μου γιατρούς, το δέχτηκε και με άφησε να πάω στην Πορτογαλία. Του οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ διότι με σεβάστηκε. Στην άδεια που μου έδωσε έγιναν οι εξετάσεις και έμαθα τι έχω“.
Η αλήθεια είναι πως διστάζω να σε ρωτήσω και μπορεί η ερώτηση να ακουστεί περίεργα, αλλά θεωρώ ότι πρέπει να σε ρωτήσω. Ποιες ήταν οι πρώτες σου σκέψεις;
“Στην αρχή δεν ήξερα τι να κάνω. Φοβήθηκα και άρχισα να σκέφτομαι διάφορα. Είχα όμως από την πρώτη στιγμή δίπλα μου τους δικούς μου ανθρώπους και τον Θεό. Κάποιοι έλεγαν ότι δεν θα ξαναπαίξω μπάλα και ήμουν έτοιμος να το πιστέψω. Εκλεισα μέσα μου τον Θεό. Δύναμη πήρα και από τη γυναίκα μου και την οικογένειά μου“.
Tα μηνύματα συμπαράστασης προς το πρόσωπο του Μάρκος Αντόνιο έδιναν κουράγιο στον Βραζιλιάνο.
“Το έμαθα και δέχτηκα μέσω του Ιντερνετ πολλά μηνύματα. Τους ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου. Και όταν το Σάββατο μπήκα στο γήπεδο (σ.σ.: στο παιχνίδι με τον Αστέρα Τρίπολης) ήθελα να ανταποδώσω, γι’ αυτό και υποκλίθηκα στους φίλους του ΠΑΟΚ. Με συγκίνησαν διότι με στήριξαν στα δύσκολα“.
Οταν διαγνώστηκε το πρόβλημα της υγείας σου αγωνιζόσουν στον ΠΑΟΚ αλλά ήσουν παίκτης της Οσέρ. Σε βοήθησε ο σύλλογός σου;
“Οχι, και αυτό με στενοχώρησε πολύ, διότι δεν μου φέρθηκαν σωστά. Ημουν απλήρωτος για μήνες, δεν με βοήθησαν να ανανεώσω την κάρτα εργασίας και δεν μπορούσα να μείνω στη Γαλλία. Ελυσα το συμβόλαιό μου χαρίζοντας αρκετά χρήματα. Δεν με ενδιέφεραν τα χρήματα, διότι εκείνη τη στιγμή της ζωής μου με πείραξε πιο πολύ η αδιαφορία τους“.