Πριν απ’ τον μεγάλο αγώνα του «Αλεξανδρείου» προς τιμήν του, ο Νίκος Γκάλης παραχώρησε εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στη NOVA, μιλώντας για την καριέρα του τόσο στον Άρη και τον Παναθηναϊκό, όσο και στην Εθνική ομάδα. Αναφέρθηκε και στους ανθρώπους, με τους οποίους συνεργάστηκε…
Αναλυτικά, ο «θρύλος» του ελληνικού μπάσκετ είπε:
Για το ότι κανείς δεν τον ξέχασε: «Δεν είμαι άνθρωπος που κρατάει κακίες, ούτε γιατί δεν έγιναν κάποια πράγματα. Κρατάω τις καλές αναμνήσεις και την αγάπη του κόσμου που ακόμη βλέπω στους δρόμους. Καλύτερα αργά παρά ποτέ για το φιλικό. Τι θα κάνει η Ομοσπονδία είναι δικό της θέμα. Αν έχουν κάτι στο μυαλό τους δεν το ξέρω. Πάντως με μένα δεν έχει γίνει κάποια συζήτηση«.
Αν περίμενε τέτοια απήχηση έστω 20 χρόνια μετά: «Εγώ είμαι άνθρωπος που δεν περιμένει κάτι. Χαίρομαι γιατί βλέπω παιδιά 8-10 ετών που με γνωρίζουν. Άρα μεταδίδεται από τους γονείς τους. Είμαι περήφανος γι’ αυτό και αυτή είναι η μεγαλύτερη αμοιβή«.
Ποιες ήταν οι εντυπώσεις του όταν ήρθε πρώτη φορά στην Ελλάδα: «Είχα γίνει ντραφτ από τους Μπόστον Σέλτικς. Πρώτη επαφή ήταν με τον Γιώργο Καστρινάκη που με ήθελε στον Ολυμπιακό. Εγώ δεν ήξερα καν ότι η Ελλάδα είχε μπάσκετ. Μετά έμαθαν για μένα κι άλλες ομάδες. Ήρθα τελικά στον Άρη για λόγους καθαρά ενστίκτου. Με πλησίασαν καλύτερα. Ήρθα Θεσσαλονίκη από Νέα Υόρκη και νόμιζα πως ήρθα στο…χωριό. Μου άρεσε όμως, με ηρέμησε αυτό. Η Νέα Υόρκη είναι…τρελλοκομείο. Είδα το μπάσκετ, ήμουν σε υψηλότερο επίπεδο. Είπα να το δω χρόνο με το χρόνο. Δέθηκα όμως, εδώ είχε περισσότερη ανθρωπιά και μ’ άρεσε«.
Για το αν ήταν δύσκολα τα πρώτα χρόνια: «Οι επιτυχίες δεν ήρθαν αμέσως. Υπήρξαν εντάσεις και εκνευρισμός όπως τότε στην Μπρατισλάβα με τους δημοσιογράφους. Εντάξει έκανα λάθη, ήμασταν μικρά παιδιά, δεν πήγαινε καλά κι η ομάδα. Όλα αυτά ήταν κακές στιγμές. Τώρα το σκέφτομαι και γελάω. Κακιά στιγμή. Τιμωρήθηκα γιατί είπα πως ήμουν επαγγελματίας μπασκετμπολίστας. Ειλικρινά ούτε καν το θυμάμαι«.
Για το πως εδραιώθηκε η αυτοκρατορία του Άρη: «Σ’ ένα παζλ έπρεπε να συμπληρωθούν τα κομμάτια. Πρώτα απ’ όλα ο Άρης είχε κόσμο μπασκετικό. Αγαπούσαν το μπάσκετ και ο κόσμος ήταν η βάση. Ήταν ο Ιωαννίδης, ο Γιαννάκης και όλα τ’ άλλα παιδιά. Το ότι δεν πήραμε ένα Ευρωπαϊκό είναι και τύχη. Οι ξένοι ήταν και λαχεία γιατί οι δύο ξένοι μετρούσαν πολλοί. Τότε το μπάσκετ ήταν στα χέρια των ψηλών. Μας έλλειπε αυτό το στοιχείο στον πολύ καλό ξένο που είχαν ομάδες όπως η Μπαρτσελόνα και η Μακάμπι. Ένα φάιναλ φορ θέλει και τύχη όπως στο Μόναχο που έγινε η φασαρία και βγήκαμε εκτός ρυθμού«.
Για το αν έχει αλλάξει το μπάσκετ: «Τώρα η εκγύμναση παίζει σημαντικό ρόλο. Έχει χαθεί λίγο η φαντασία και η τεχνική. Αν ο Άρης δεν έβαζε 100 πόντους τότε λέγανε ο Άρης δεν έπαιξε καλά. Η επίθεση είναι το θέαμα. Δεν είναι μόνο η άμυνα. Έχει σημασία ποιος θα νικήσει αλλά σημασία έχει και τι θέαμα προσφέρεις. Τα συμφέροντα πλέον τα οικονομικά έχει οδηγήσει το μπάσκετ εκεί. Αρκεί 41-40 αλλά να νικήσουμε!!! Εγώ λειτουργούσα με το ένστικτο. Όταν είχα την μπάλα στα χέρια μου έλεγα θα βάλω καλάθι. Χρειάζεται εξυπνάδα και οι αποφάσεις να βγαίνουν στο δευτερόλεπτο. Το μπάσκετ ήταν πολύπλοκο και τότε, απλά ήταν απλό για μένα!!!
Πρέπει να έχεις ταλέντο και μετά να το αξιοποιείς. Να γυμνάζεσαι να είσαι πειθαρχημένος. Προπόνηση. Ότι αφήνεις σε αφήνει. Χάθηκαν πολλά ταλέντα«.
Για το ποιος ήταν ο δυσκολότερος αντίπαλος: «Ήταν πολλοί. Στην εποχή μου ήταν δύσκολο ένας απλά να με μαρκάρει. Ο Ντακουρί ήταν δυνατός αμυντικός. Αλλά με έπαιζαν συνδυασμένες άμυνες. Προσαρμόζονταν απάνω μου. Άλλαξαν οι εποχές. Τώρα δεν υπάρχουν παίκτες που να βάζουν 40 πόντους σε κάθε ματς. Αλλάζει το μπασκετ κι αλλάζουν και οι λύσεις στις ομάδες«.
Για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1986 με την Εθνική και τον εαυτό του: «Θυμάμαι όλα τα ματς. Μου άρεσε να παίζω εκτός συνόρων. Είχα παραπάνω κίνητρο να δείξω ποιος είμαι. Είχα βγει πρώτος σκόρερ και είχα περάσει τον Όσκαρ Σμιντ. Εγώ πάντως δεν άλλαζα στυλ. Έπαιζα το ίδιο πάντα και με κάθε αντίπαλο. Έβαζα πόντους αλλά έδινα και ασίστ. Δεν αδίκησα τον εαυτό μου σαν πασέρ. Μπορεί να δώσεις την ασίστ αλλά ο άλλος πρέπει και να το βάλει!!!
Κάποιοι πόντοι έπρεπε να μπουν, να βλέπεις τα ποσοστά. Εγώ είχα πάνω από 60% στην καριέρα μου, μάλλον παγκόσμιο ρεκόρ. Ο Τζόρνταν και κάποιοι άλλοι είχαν 40%. Εγώ ήμουν αποτυχημένος αν έχανα τα μισά καλάθια. Είχα πάντα υψηλό ποσοστό. Στο Σίτον Χολ ήμουν καλύτερος αμυντικός. Στην Ελλάδα απλά έβαλα άλλες προτεραιότητες. Αν τρέχεις στα τρελός στην άμυνα. Όταν κρίνονταν όμως το ματς δεν άφηνα τον παίκτη μου. Στα μεγάλα ματς ήξερα τι να κάνω στην άμυνα«.
Για το έπος του 1987: «Ήταν η ατομική βόμβα του Ελληνικού μπάσκετ. Το πιστεύαμε μέσα μας αλλά βέβαια μέχρι να γίνει πράξη έχει διαφορά. Παιχνίδι με παιχνίδι μας άνοιξε την όρεξη. Στα ημιτελικά όταν φτάσαμε είπα είναι δικό μας. Πιστεύω πως το μετέδωσα και στα άλλα τα παιδιά. Τρομερά φτερά μας έδωσε ο απίστευτος κόσμος. Η συμπεριφορά του ήταν μοναδική. Δεν το έχω ξαναζήσει ως αθλητής, όλοι είχαμε χάσει τα μυαλά μας. Δεν περιγράφεται ότι έγινε. Ήταν η κορυφαία στιγμή στην καριέρα μου«.
Για την Εθνική του 1988 και την αργοπορία του να ενταχθεί: «Όσα ακουστήκαν για κάποια πράγματα γύρω από αυτοκίνητα ήταν ψέματα. Είχα κάποιο τραυματισμό, δεν θυμάμαι ακριβώς. Ήξερα τις δυνάμεις μου και ήθελα λίγη ξεκούραση παραπάνω. Είχα κι εγώ τα δικά μου. Κάποια φορά δεν είχα ήθελα προπόνηση το πρωί…«.
Για την Εθνική του 1989: «Το ματς με την Σοβιετική Ένωση ήταν από τα καλύτερα ματς της καριέρας μου. Ως πρωταθλητής Ευρώπης πρέπει ν’ αποδείξεις κάποια πράγματα. Κάναμε και ως ομάδα το καλύτερο μας ματς. Ήμουν σε φοβερή φόρμα. Το τελευταίο καλάθι το έδωσα στον Φάνη και ήμουν σίγουρος πως θα το βάλει γιατί πανηγύρισα πριν μπει. Ήξερα ότι ο Φάνης έχει και ψυχραιμία και καλό σουτ«.
Για το αν σκέφτονταν πριν σουτάρει: «Κάποιες μέρες μπορεί να μην είσαι καλά. Δεν είσαι σούπερμαν. Πρέπει να ξέρεις τότε να κοντρολάρεις τον εαυτό σου. Να έχεις εξυπνάδα και εναλλακτικές. Δεν το έκανα αρκετές φορές αλλά κι εγώ δεν ήμουν πάντα στα καλά μου ψυχολογικά. Ή να μην σε κρατάνε τα πόδια σου. Έπαιξα και τραυματίας όπως τότε με Βαρέζε. Όταν μπαίνεις ζεστά και κάνεις καλό ζέσταμα δεν νιώθεις το πόνο«.
Για την απουσία του 1990 στην Αργεντινή: «Όταν λείπει κάποιος είναι απώλεια, συμβαίνει ακόμη και στο ΝΒΑ«.
Για την τελευταία του εμφάνιση στην Ρώμη με την Εθνική: «Δεν ήμασταν έτοιμοι. Χάσαμε μέρες προετοιμασίες, χάσαμε από τους Τσεχοσλοβάκους. Δεν ήμασταν έτοιμοι. Ήταν ένα τραύμα. Όταν έχεις συνηθίσει σε επιτυχίες η απώλεια μετράει«.
Για τα τρία χαμένα φάιναλ φορ του Άρη: «Ποιο κοντά φτάσαμε στο Μόναχο. Ήταν ευκαιρία με την Μακάμπι. Θα παίζαμε με την Γιουκοπλάστικα αλλά τους είχαμε νικήσει. Γενικά στον Άρη αν είχαμε καλύτερους ξένους ψηλούς θα είχαμε κάνει καλύτερα πράγματα. οι άλλες ομάδες είχαν απίστευτους ξένους. Γενικά μας έλειπε ένα κλικ«.
Για το τέλος με Άρη: «Τι να περιγράψω. Πολύ δύσκολη στιγμή για μένα. Ο κόσμος με αγάπησε κι εγώ αγάπησα την ομάδα. Δεν το περίμενα πως θα φορέσω άλλη φανέλα. Δεν κατάλαβα γιατί έγινε. Είμαι περήφανος και αν με θέλει κάποιος μένω αλλιώς φεύγω. Ο Μητρούδης δεν μου εξήγησε τους λόγους του. Μέχρι και σήμερα δεν ξέρω!!! Ήταν άσχημη στιγμή για μένα. Δεν ήθελα να φύγω ποτέ. Πήγα στον Παναθηναϊκό. Μου φέρθηκαν καλά τ’ αδέρφια. Όταν έπαιξα για πρώτη φορά κόντρα στον Άρη έκλαψα!!!«.
Για τον Παναθηναϊκό και την κόντρα με τον Πολίτη: «Εγώ δεν έχω κόντρες με κανένα. Ένιωθα ότι δεν με σεβάστηκαν με όσα είχα προσφέρει. Έπαιζα σε υψηλό επίπεδο. Ήμουν πρώτος σκόρερ, πήγαμε φάιναλ φορ. Εγώ πήρα την απόφαση, κανείς δεν την πήρε για μένα. Είπα τέρμα, μαχαίρι.
Ομάδα και μεγάλοι παίκτες πρέπει να συνυπάρχουν αρμονικά. όλοι πρέπει να ρίχνουν νερό στο κρασί τους. Ίσως δεν έγινε αυτό τότε. Θα μπορούσε να γίνει. Κάθε άνδρας πρέπει να παίρνει μόνος του τις αποφάσεις του. Το κόστος είναι βαρύ όταν κάνεις κάτι για μια ζωή. Στην Αμερική υπάρχουν σχολές αποκατάστασης όταν σταματάς. Ήταν δύσκολο για μένα αλλά πρέπει να ζήσεις με αυτό. Θα γίνονταν κάποια στιγμή«.
Για το τι έκανε μετά: «Τότε είχα και την κατασκήνωση ξεκινήσει με τα παιδάκια και ήταν ωραία. Μια διέξοδος. Προσαρμόστηκα εύκολα γιατί έλεγα πως κάποια στιγμή θα σταμάταγα. Και τώρα μπορώ να παίξω αλλά δεν μου δίνει κανείς συμβόλαιο!!!!! Συνεχίζω να γυμνάζομαι, τρέχω…παίζω τάβλι. Στο τάβλι ήμουν καθηγητής!!! Εντάξει δεν μπορείς να είσαι παντού πρώτος. Εγώ δεν ξέρω να κολυμπάω καλά λόγου χάρη!!! Από πυγμαχία ξέρω. Μπιλιάρδο ξέρω καλό. Αμερικάνικο με τις τρύπες. Μπορούσα να γίνω επαγγελματίας«.
Για το αν βλέπει τώρα μπάσκετ: «Παρακολουθώ αλλά όχι φανατικά. Όταν κάνεις όλη την ζωή σου κάτι κάποιες φορές κουράζεσαι. Υπάρχουν καλοί παίκτες, επαγγελματίες και αυτό έχει σημασία. Έχουν ταλέντο και ξέρουν τι πρέπει να κάνουν. Η Ελλάδα έχει ταλέντα και έχει βγάλει από το 1987 ταλέντα πολλά«.
Για τον επαγγελματισμό που έφερε ο ίδιος: «Ο επαγγελματισμός είναι η βάση. Εγώ δεν ήξερα κάτι άλλο τότε. Ήξερα να παίζω μπάσκετ και έβγαζα ψωμί από αυτό. Ο επαγγελματισμός ήταν και είναι απαραίτητος. Κι αυτό ισχύει για ότι κάνεις. Πρέπει να κάνεις κάτι καλά και να αμείβεσαι γι’ αυτό. Αυτό είναι καλός δρόμος για όλο τον κόσμο. προσήλωση στον στόχο, εξειδίκευση«.
Για την τωρινή οικονομική κατάσταση: «Κάποιοι δεν έκαναν καλά την δουλειά τους. Δεν πήραν το μήνυμα ή το πήραν και δεν το αξιοποίησαν. Είχα προτάσεις να γίνω πολιτικός αλλά δεν μου ταιριάζει. Άποψη έχω αλλά δεν ήθελα να το κάνω επάγγελμα. Από την στιγμή που πληρώνεσαι, είσαι επαγγελματίας«.
Για το ποιος είναι ο καλύτερος παίκτης κατά την γνώμη του: «Παπαλουκάς, Σπανούλης, Διαμαντίδης είναι εξαιρετικοί και δεν θα ήθελα να διαλέξω τον καλύτερο. Ο Σπανούλης είναι πιο σκόρερ και μπαίνει στο καλάθι. Εγώ την έβρισκα να μπαίνω στο καλάθι και να τα βάζω με τους ψηλούς«.
Για τον Ιωαννίδη: «Είμαστε φίλοι, άξιος προπονητής, ήξερε πως ν’ ανεβάσει την ομάδα κάθε στιγμή. Που να βαρέσει για να δώσει μήνυμα σε άλλον. Διπλωμάτης. Πετυχημένος. Είναι άνθρωπος που δεν μπορεί να κάθεται. Σκοτωνόμασταν πολλές φορές αλλά μετά αγαπιόμασταν πάντα«.
Για τον Παναγιώτη Γιαννάκη: «Ο κόσμος είπε πολλά. Δεν είχαμε να χωρίσουμε τίποτε. Πολύ καλό παιδί. Πολύ καλός παίκτης και ήξερε τον ρόλο του. Δεν μπορεί να είσαι με κάποιον σκοτωμένος και έχεις καλή συνεργασία όπως εμείς«.
Για τον Χρήστο Μιχαηλίδη: «Ο πρώτος επαγγελματίας πρόεδρος. Έψαχνε πόρους για να στήσει μεγάλη ομάδα. Τα κατάφερε μια χαρά και πολύ καλός άνθρωπος«.
Για τον Ανέστη Πεταλίδη: «Ο πατέρας του μπάσκετ στην Θεσσαλονίκη, ο πατέρας του Άρη. Ο πρώτος άνθρωπος που είδα όταν βγήκα από το αεροπλάνο. Ο Άρης του χρωστάει πολλά«.
Για τον Ντούσαν Ίβκοβιτς: «Δεν γνωρίζω ότι δεν με ήθελε. Όταν τον είχα προπονητή τα πήγαμε μια χαρά. Άξιος προπονητής και γνώστης του αθλήματος. Δεν είχαμε κόντρα. Πέτυχε πολλά, ήξερε μπάσκετ και του άρεσε να βγάζει ταλέντα«.
Για τον Γιώργο Βασιλακόπουλο: «Χρόνια συνεργάτες, καλές σχέσεις είχαμε. Δεν νιώθω κόντρα εγώ, δεν έχουμε επαφές προσωπικές. Μπορεί να μαλώσω με κάποιον αλλά κακίες δεν κρατάω. Σε μια οικογένεια τσακώνεσαι αλλά μετά τα βρίσκεις. Δεν είναι πάντα γέλια και χαμόγελα. Αλλά αυτά ξεπέρνιονται είναι μικρά«.
Για σχέσεις με τον Τύπο: «Ήμουν λίγο κλειστός, βαριόμουν, δεν ήθελα να μιλάω συνέχεια για μένα. Είχα κάποιους ρυθμούς και δεν ήθελα να τους αλλάζω«.
Για το ματς προς τιμήν του: «Τι να δει ο κόσμος πια από μένα. Τι να παίξω και γιατί. Ήμουν έτοιμος για επαγγελματικό και όχι φιλικό (γέλια). Ήθελα ο κόσμος να με θυμάται όπως ήμουν. Δεν μου έρχεται να παίξω. Θα με δει ο κόσμος. Υπάρχουν και τα βίντεο για να με βλέπουν. Ο χρόνος είναι αμείλικτος και δεν νικιέται«.
Τι κέρδισε ποιο πολύ: «Κέρδισα πολλά από τον κόσμο που με αγάπησε. Στο πρόσωπό μου ταυτίστηκε και χάρηκε. Αυτό είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή. Αν πήρα ένα παιδί μακριά από τα ναρκωτικά τότε λέω πως είμαι επιτυχημένος«.