Έφυγε ο Μανώλης Γλέζος. Μα πως μπορεί; Πεθαίνει άραγε η Ιστορία;
Σίγουρα όχι. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ανθρώπινη υπόσταση του Γλέζου είχε προ πολλού υποκύψει στην μοναδικότητα της ιστορικής του οντότητας. Όποιος κι αν είσαι, όπου κι αν ανήκεις ιδεολογικά, ότι και να πιστεύεις, δεν μπορείς να μην εξαίρεις την προσωπικότητα του Γλέζου. Τον συμβολισμό της ιστορικής του παρουσίας. Την κληρονομιά που εκείνος φέρει. Την ηθική παρακαταθήκη που μας κληροδοτεί.
Με τον Μανώλη Γλέζο με χωρίζει ιδεολογική άβυσσος. Πρόκειται όμως για τις εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις ανθρώπου, όπου παρά τον πολυποίκιλο και πολυχρωματικό πολιτικό του βίο, παρά την έντονη ιδεολογική του δραστηριότητα, η επιβλητική θωριά του, εξέπεμπε συνάμα γλυκύτητα, θέρμη, δέος κι ένα καθηλωτικό αίσθημα γαλήνης. Ο Γλέζος εξέπεμπε σεβασμό κι εκτίμηση εκ των προτέρων.
Δεν θα ακολουθήσω την πεπατημένη οδό επισημαίνοντας τον συμβολισμό του γεγονότος της υπό του Γλέζου υποστολής της ναζιστικής σημαίας από την Ακρόπολη κατά την γερμανική Κατοχή, ως πράξη αντίστασης, μήτε το ψυχικό σθένος που επέδειξε στις πάμπολλες διώξεις που υπέστη για τις ιδέες του και την δράση του, διότι αφενός μεν το θεωρώ τετριμμένο, αφετέρου δε, δεν θα του ταίριαζε.
Υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι ο Μανώλης Γλέζος πορεύτηκε, πολιτεύτηκε, λειτούργησε, αγωνίστηκε, εξέπεμψε, διέδρασε, δίδαξε κι εν τέλει απεβίωσε ως βράχος αμετακίνητος απέναντι στις αρχές, στις ιδέες, στα ιδανικά και στις πανανθρώπινες αξίες που τον διακατείχαν, τον αποχαιρετώ με ένα δίστιχο απ’ το ποιήμα «Αποχαιρετισμός» του Γιάννη Ρίτσου:
«Δε δέχομαι, όχι, τη θυσία για το θάνατο. Τη δέχομαι μονάχα για τη ζωή.
Για μια ζωή που πια δε θα απαιτεί καμιά θυσία. Είμαι έτοιμος».
Αντίο Μανώλη.