Για την πρώτη του προετοιμασία ως ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού μίλησε στους εκπροσώπους του Τύπου στο Ζέεφελντ ο Λεονάρντο Κούτρης.
Αναλυτικά όσα δήλωσε ο νεαρός άσος στους εκπροσώπους του Τύπου
Για την πρώτη του εντύπωση για το νέο του προπονητή: «Είναι ένας τελειομανής άνθρωπος. Είναι ένας άνθρωπος που θέλει να γίνονται όλα σωστά, δεν θέλει να αφήνει κάτι στην τύχη. Θέλει να γίνονται όλα όπως θέλει αυτός. Είναι απαιτητικός. Θέλει να δουλεύουμε πάντα στο 100%, να μην αφήνουμε ούτε λεπτό το μυαλό μας από την προπόνηση ή το παιχνίδι. Αυτό είναι καλό, γιατί μας έχει όλους σε ετοιμότητα, θέλει να πάρει το 100% από κάθε παίκτη και πιστεύω για αυτό είναι απαιτητικός. Θέλει πάντα να πετυχαίνει το τέλειο, γιατί με αυτόν τον τρόπο βελτιωνόμαστε».
Για το ότι ο Χάσι θέλει οι ακραίοι του να παίζουν όλη την πλευρά: «Ναι, έτσι είναι. Κυρίως δεν θέλει ποτέ να σηκώνουμε την μπάλα, μόνο σε έκτακτη περίπτωση που πιέζεσαι αρκετά. Θέλει κάτω την μπάλα, θέλει ανάπτυξη από πίσω, θέλει να ανοίγουμε αρκετά και τα στόπερ και ειδικά οι ακραίοι μπακ. Αυτό που θέλει από εμάς είναι να είμαστε ανοιχτά στην γραμμή και να περιμένουμε όταν η μπάλα είναι από την απέναντι πλευρά, να ανεβαίνει το μπακ, να περιμένει να πάρει την μπάλα στο ύψος της μεσαίας γραμμής και τότε να ανέβει. Μας θέλει φουλ μπακ».
Για την αφομοίωση των όσων ζητά ο Χάσι από τους παίκτες και αν θα γίνει όταν πρέπει: «Εννοείται. Μέρα με τη μέρα βάζει το στίγμα του στην ομάδα. Θεωρώ ότι είμαστε ακόμα στην αρχή. Τώρα τελειώνει το πρώτο στάδιο προετοιμασίας και έχουμε άλλο ένα. Θα γίνουν και οι προσθήκες. Πιστεύω ότι σιγά-σιγά η ομάδα θα βελτιώνεται».
Για το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού και το ότι το όνομά του είχε ακουστεί για Ολυμπιακό το 2014: «Ναι, υπήρξε από τότε το ενδιαφέρον. Υπήρξε πάντως και ένα ενδιαφέρον από τον Γενάρη, απ’ ό,τι μου είπε ο μάνατζέρ μου, αλλά δεν προχώρησε. Κάπου εκεί ήταν. Πριν από το παιχνίδι που έπαιξα με τον ΠΑΣ στο Καραϊσκάκη στο τέλος του πρωταθλήματος. Μετά από αυτό το ματς έγιναν οι τελικές συζητήσεις. Ναι, ισχύει για το 2014. Όμως εγώ το έμαθα αργότερα, δεν το ήξερα τότε, γιατί ήμουν πολύ μικρός. Το έμαθα αργότερα. Το ότι δεν έγινε τότε, ήταν θέλημα Θεού και έγινε μετά. Ήταν το τάιμινγκ καλό που ήρθα στον Ολυμπιακό».
Για το περιστατικό με τον Εργοτέλη σε ένα ματς στην Λάρισα με τους τραυματιοφορείς στο AEL FC Arena να τον πετούν κάτω: «Ήταν ένα περίεργο σκηνικό. Δεν το κατάλαβα εκείνη την στιγμή πώς είχαν γίνει τα πράγματα. Γύρισα μετά στο ξενοδοχείο και την επόμενη μέρα άρχισαν από το πρωί και με έπαιρναν τηλέφωνα. Κι έλεγα ‘τι έγινε ρε παιδί μου;’. Δηλαδή έγινε τόσο μεγάλο το θέμα που δεν το περίμενα ούτε εγώ. Ήταν ένα σκηνικό που δεν ήταν ωραίο για το ελληνικό ποδόσφαιρο, αλλά ήταν ένα αστείο γεγονός γιατί κι εγώ γέλασα όταν το είδα μετά. Ναι, ισχύει ότι μου τηλεφωνούσαν από το εξωτερικό. Είχα τηλέφωνα από το εξωτερικό και κυρίως από την Βραζιλία. Ήξεραν ότι επειδή έχω ρίζες από την Βραζιλία και για αυτό με πήραν τηλέφωνα».
Για τον ανταγωνισμό στον Ολυμπιακό: «Εννοείται ότι μόλις έγινε αυτό το βήμα στην καριέρα μου, ήξερα σε ποια ομάδα πήγαινα. Είχα προετοιμάσει τον εαυτό μου ψυχολογικά, γιατί ο Ολυμπιακός έχει άλλες απαιτήσεις, παίζεις στο υψηλότερο επίπεδο. Προετοίμασα λοιπόν τον εαυτό μου γιατί ο ανταγωνισμός στον Ολυμπιακό είναι μεγάλος και πρέπει να αποδείξεις ότι μπορείς να προσφέρεις. Οπότε πριν καν ξεκινήσω τις προπονήσεις και μετά, ήθελα να είμαι καλά με τον εαυτό μου ψυχολογικά για να είμαι έτοιμος. Μόλις τελείωσε το πρωτάθλημα, έκατσα λίγο στα Γιάννενα για να τελειώσω τις δουλειές που είχα, να μαζέψω το σπίτι κλπ.. Πήγα μετά στην Ρόδο για δέκα μέρες και μετά ξεκίνησα να δουλεύω σιγά -σιγά 2 εβδομάδες πριν αρχίσει η προετοιμασία».
Για το αν μίλησε με κάποια παιδιά για τον Ολυμπιακό: «Ναι, μίλησα με τον Ανδρέα Μπουχαλάκη που τον ξέρω από τον Εργοτέλη. Είχα μιλήσει και με τον Πραξιτέλη Βούρο που είναι καλός μου φίλος. Είχα επικοινωνία με παιδιά από τον Ολυμπιακό για να έχω μία ιδέα στο μυαλό μου για το πώς δουλεύει ο σύλλογος».
Για τη ζωή του στην Βραζιλία και τον ερχομό του στην Ελλάδα: «Ναι. Εγώ γεννήθηκα στην Βραζιλία. Αρχικά δεν είχα σκοπό να γυρίσω στην Ελλάδα. Είχα έρθει ένα καλοκαίρι στην Ρόδο που έμενε η αδερφή της μητέρας μου για διακοπές, αλλά και για να γνωρίσω τον πατέρα μου. Δεν είχα γνωρίσει τον πατέρα μου έως τα 7 μου χρόνια. Είχα έρθει για αυτόν τον σκοπό εδώ. Εν τέλει μας άρεσε και μείναμε μόνιμα στην Ρόδο».
Για το μικρόβιο του ποδοσφαίρου και το αν έπαιζε σε παραλίες: «Ναι, ναι… όλη η οικογένειά μου στο Σάο Πάολο ασχολείται με το ποδόσφαιρο μια ζωή. Και για να σας δώσω να καταλάβετε, η μητέρα μου με έγραψε σε μία ακαδημία στην Βραζιλία για να παίξω μπάλα όταν ήμουν 3 ετών! Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν ήρθα στην Ελλάδα και την Ρόδο, ήταν να γραφτώ σε μία Ακαδημία. Πρώτη φορά έπαιξα ποδόσφαιρο στην ζωή μου ήταν σε παραλία. Όχι ακριβώς παραλία, γιατί στην πόλη που ζούσαμε ήταν μακριά η παραλία, αλλά σε γήπεδα με άμμο, όπως έχουμε εδώ στην Ελλάδα τα γήπεδα 5Χ5».
Για τα ποδοσφαιρικά του πρότυπα: «Ο Μαρσέλο. Έχω ως πρότυπο τον Μαρσέλο, αλλά ως είδωλο, ως πρότυπο αθλητή και ποδοσφαιριστή έχω τον Ζανέτι. Βέβαια είναι Αργεντινός όμως. Μου αρέσει ως άνθρωπος και ως προσωπικότητα».
Για τα χρόνια στην Βραζιλία και τις δυσκολίες εκεί: «Ναι, θυμάμαι πολλά πράγματα. Θυμάμαι έπαιζα πολύ μπάλα έξω από το σπίτι με τους φίλους μου. Αυτό ήταν το πρώτο μας μέλημα, να παίζουμε ποδόσφαιρο, αλλά όχι μέχρι αργά γιατί ήταν επικίνδυνα στο Σάο Πάολο. Όχι τόσο, αλλά γενικά προσέχεις εκεί. Πέντε-έξι το απόγευμα έμπαινες στο σπίτι, δεν μπορούσες να κάτσεις έξω».
Για το πώς λειτουργούν οι Ακαδημίες σε Βραζιλία: «Δεν είναι ότι κάνουν κάτι το διαφορετικό, αλλά δίνουν στο παιδί να καταλάβει ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι. Το πρώτο πράγμα που σου λένε είναι να το ευχαριστηθείς. Για αυτό οι Βραζιλιάνοι είναι άρρωστοι με την μπάλα. Δεν το βλέπουν ως επάγγελμα, αλλά ως παιχνίδι. Για να διασκεδάσουν παίζουν, για να γελάσουν».
Για την διαφορά Βραζιλίας – Ελλάδας στο ποδόσφαιρο: «Στις μικρές ηλικίες αυτό σου μεταφέρουν πρώτα. Όσο μεγαλώνεις αρχίζεις και καταλαβαίνεις κάποια άλλα πράγματα, σου περνούν άλλα πράγματα. Όσο μεγαλώνεις πιο πολύ και το βλέπεις μετά το ποδόσφαιρο επαγγελματικά, το βιώνεις διαφορετικά».
Για τη Νίκη Ρόδου και τον Εργοτέλη: «Ναι ξεκίνησα στη Νίκη Ρόδου από τότε που ήρθα στην Ελλάδα έως τα 16 μου που πήγα στον Εργοτέλη. Ηταν ένας που δούλευε στα γραφεία του Εργοτέλη στην Ρόδο και ήξερε τον προπονητή μου και τον ενημέρωσε ότι έχει κάτι δοκιμές ο Εργοτέλης. Πήγα λοιπόν τον Δεκέμβριο του 2010, δοκιμάστηκα, τους άρεσα και μου είπαν ‘έλα στην ομάδα’. Τότε όμως δεν ήθελα να πάω, γιατί δεν μου άρεσε στα μέσα της χρονιάς να αλλάζω σχολείο. Και το αφήσαμε και πήγα το καλοκαίρι».
Για το πώς πήγε εκεί και εάν πήγε με την μητέρα του: «Με την μητέρα μου. Όπου πάω, έρχεται και η μητέρα μου».
Για το αν άκουσε τις συμβουλές της στην πρόταση του ΠΑΣ, αν την θεωρεί μάνατζέρ του και το τι του είπε για Ολυμπιακό: «Ναι, όντως (γέλια). Ναι, ό,τι έχω πετύχει αυτή τη στιγμή, το οφείλω στη μητέρα μου και πάντα θα παίρνω τις συμβουλές της. Για τον Ολυμπιακό τι να μου πει; (γέλια). Μόλις έμαθε το ενδιαφέρον, δάκρυσε από την χαρά της. Το να έχεις ένα μοναχογιό, να ασχολείται με το ποδόσφαιρο και να σε θέλει η καλύτερη ομάδα στην Ελλάδα, δεν είναι λίγο. Μου είπε κατευθείαν ‘μπράβο σου, το άξιζες, προχώρα’. Αυτά».
Για το ότι μπορεί να πίστευε ότι θα έφτανε σε μία μεγάλη ομάδα: «Ναι, το πίστευε πάρα πολύ. Ναι, γιατί από μικρός ήθελα να ασχοληθώ με την μπάλα. Το ποδόσφαιρο είναι η ζωή μου. Πίστευα, ήξερα τις δυνατότητές μου και βήμα-βήμα και με πολλή δουλειά ήξερα ότι οι κόποι μου θα ανταμειφθούν. Ηρθε η πρόταση από τον Ολυμπιακό και εύκολα είπα το ναι».
Για το τι θα ήθελε να ζήσει με την φανέλα του Ολυμπιακού και αν πήγαινε γήπεδο μικρός: «Θα ήθελα να κατακτήσω τίτλους. Τι άλλο; Μόνο αυτό… Να σηκώσω τρόπαια, όπως έβλεπα μικρός πολλούς παίκτες να σηκώνουν τρόπαια, έτσι ήθελα να το κάνω κι εγώ και να ήμουν στις θέσεις τους. Ναι, είχα πάει πολλές φορές στο γήπεδο για να δω ματς και του Ολυμπιακού, αλλά και άλλων ομάδων. Θυμάμαι και σε μία φιέστα του Ολυμπιακού είχα πάει όταν ήμουν πολύ μικρός και έλεγα μακάρι να σηκώσω κι εγώ ένα Κύπελλο».
Για τα όνειρα που πολλές φορές γίνονται πραγματικότητα και την πίστη του στον Θεό: «Έτσι είναι. Αν το θες πάρα πολύ και το κυνηγάς, ο Θεός είναι μεγάλος και μπορεί να γίνουν. Προσωπικά πιστεύω πολύ στον Θεό».
Για το ότι οι μαμάδες κυνηγούν τα παιδιά τους για το σχολείο και όχι για μπάλα: «Ισχύει αυτό που λέτε. Το μόνο που ήθελε η μάνα μου, γιατί κατάλαβε ότι με αυτό ήθελα να ασχοληθώ, να κάνω αυτό που μ’ αρέσει. Ποτέ δεν μου είπε ‘μην πας στην προπόνηση, κάτσε να διαβάσεις’. Ηξερε ότι αυτό ήθελα να κάνω. Αυτό που μου έλεγε ήταν να προσέχω ,να τελειώσω το σχολείο και να συνεχίσω την μπάλα. Ποτέ δεν μου απαγόρευσε το ποδόσφαιρο. Πάντοτε ήταν δίπλα μου, ακόμα και στα εκτός έδρας παιχνίδια που έδινα».
Για το πως είναι ο ίδιος και τις αδυναμίες του: «Μπορώ να δώσω τα πάντα για την φανέλα που φοράω. Είμαι ένας παίκτης που μ’ αρέσει να προσφέρω. Ξέρω τι μπορώ να κάνω, μ’ αρέσει το ποδόσφαιρο και θέλω πάντα να δίνω το 100%. Τίποτα λιγότερο, τίποτα παραπάνω. Οι αδυναμίες μου ήταν αμυντικές, γιατί εγώ ξεκίνησα εξτρέμ στον Εργοτέλη. Ηταν εισήγηση του μάνατζέρ μου να γυρίσω πίσω και να γίνω μπακ. Με είχε δοκιμάσει σε ένα φιλικό με την Εθνική στον Άγιο Κοσμά πριν από τέσσερα χρόνια και τότε έπαιξα μπακ. Μου άρεσε η ιδέα, γιατί έχεις πιο πολύ χώρο. Εμένα μου αρέσει να έχω χώρο μπροστά μου, να τρέχω, να βρίσκω την μπάλα στον χώρο. Δεν μου αρέσει να παίζω με πλάτη. Μετά και στον Εργοτέλη με δοκίμαζε ο Σίνισα Γκόγκιτς ως μπακ και σιγά – σιγά προσπαθούσα να βελτιώσω τις αμυντικές μου αδυναμίες, γιατί αυτό ήταν το δύσκολο. Όταν παίζεις πιο μπροστά είναι διαφορετική η άμυνα που πρέπει να κάνεις. Σιγά-σιγά δούλεψα πολύ πάνω σε αυτό και με τον κ. Πετράκη που του οφείλω πολλά, γιατί πάντα μετά την προπόνηση δούλευα πάνω στις αδυναμίες μου. Πιστεύω ότι το έχω βελτιώσει σε πολύ υψηλό βαθμό, αλλά έχω κι άλλα περιθώρια τόσο στο αμυντικό, όσο και στο επιθετικό».
Για το ότι μπορεί να θυμίζει τον Γεωργάτο: «Ναι, ήταν ένας εκπληκτικός παίκτης με τρομερό αριστερό πόδι και έστελνε την μπάλα όπου ήθελε. Τον έχω παρακολουθήσει. Το έχω ακούσει πολλές φορές αυτό. Είναι τιμή μου να με παρομοιάζουν με τον Γεωργάτο ως προς τις σέντρες κυρίως. Είναι πολύ κολακευτικό να ακούς τέτοια λόγια και να σε συγκρίνουν με έναν τόσο μεγάλο παίκτη, προσπαθώ να βελτιωθώ για να γίνω όσο καλύτερος μπορώ στην καριέρα μου».
Για το ντεμπούτο του στη Σούπερ Λίγκα: «Ήταν κόντρα στον Ολυμπιακό στο Καραϊσκάκη. Είχαμε χάσει 3-0 θυμάμαι, με είχε πάρει αποστολή ο κ. Πετράκης και μου είχε πει ότι θα παίξω. Οπότε είχα προετοιμαστεί κατάλληλα, αλλά θυμάμαι είχα μπει στο 71′ και μετά από 7-8 λεπτά παρακαλούσα τον Θεό να λήξει το ματς. Είχα το άγχος της πρώτης φοράς, έπαιζα σε αυτό το γήπεδο, είχα το “μπούκωμα” από αυτή την ατμόσφαιρα. Βέβαια ένιωσα πολύ ωραία, γιατί το να κάνεις ντεμπούτο στην Σούπερ Λίγκα σε αυτό το γήπεδο είναι κάτι το διαφορετικό».
Για το ότι το Καραϊσκάκη θα είναι το “σπίτι” του και αν το περιμένει: «Εννοείται, αυτό είναι το όμορφο. Το ντεμπούτο που έκανα στην Σούπερ Λίγκα το έκανα στο Καραϊσκάκη. Το περιμένω με πολλή αγωνία. Ήθελα να ζήσω από μικρός την ατμόσφαιρα του Καραϊσκάκη ως παίκτης του Ολυμπιακού και όχι ως αντίπαλος. Και το περιμένω πώς και πώς».
Για το εάν είναι έτοιμος να σηκώσει το βάρος της φανέλας του Ολυμπιακού: «Πιστεύω ότι έχω προετοιμαστεί κατάλληλα και νιώθω έτοιμος. Εχω καταλάβει πού ήρθα, ξέρω πόσο βαριά είναι η φανέλα, ξέρω ότι μπορώ να σηκώσω την φανέλα και να προσφέρω. Η αλήθεια είναι πώς για το Καραϊσκάκη όταν πηγαίνεις πρώτη φορά είναι… τρομακτικό. Ειδικά όταν είναι γεμάτο και ο κόσμος φωνάζει όπως πρέπει για να ενθαρρύνει την ομάδα, είναι τρομακτικό. Είναι κλειστό, μαζεμένο γήπεδο και ακούγεται πολύ όμορφα το τραγούδι από την εξέδρα. Για τον αντίπαλο είναι κάπως περίεργο. Για τον Ολυμπιακό είναι πολύ όμορφο και χρειάζεται πάντοτε τον κόσμο».
Για το νέο πρωτάθλημα και τους πολλούς αγώνες για Ολυμπιακό: «Θα είναι ένα τελείως διαφορετικό πρωτάθλημα. Θα είναι από τα συναρπαστικότερα των τελευταίων ετών, γιατί θα είναι διαφορετικός ο τρόπος ανάδειξης του πρωταθλητή. Επίσης πέφτουν τέσσερις ομάδες, οπότε πιστεύω θα δυναμώσουν όλες οι ομάδες. Και αυτές που θα πάνε για τον τίτλο, αλλά και για τη σωτηρία τους. Πιστεύω ότι για τους αγώνες όλοι οι παίκτες ειναι προετοιμασμένοι, οι προπονητές ξέρουν την δουλειά τους και πώς να μας προετοιμάσουν. Καλό είναι να έχουμε αγώνες».
Για το ότι είναι μαθημένος ο ίδιος με τον ΠΑΣ στην Ευρώπη: «Ναι, αυτό σκέφτηκα μόλις μου κάνατε την ερώτηση. Πέρσι εγώ είχα ξεκινήσει ακριβώς την ίδια μέρα προετοιμασία και τράβηξε πολύ η χρονιά και είχαν κάνει καταπληκτική δουλειά οι άνθρωποι του ΠΑΣ, χωρίς να βγάλουμε τραυματισμούς. Και φέτος είναι κάπως το ίδιο σχεδόν, αλλά το επίπεδο εντελώς διαφορετικό».
Για το αν έχει συνειδητοποιήσει ότι βρίσκεται στον Ολυμπιακό: «Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ έκανα λίγο καιρό να το πιστέψω, γιατί κάθε παιδί που ασχολείται με μπάλα στην Ελλάδα, θέλει να παίξει στον Ολυμπιακό. Προσπάθησα να προετοιμάσω τον εαυτό μου. Να καταλάβω αρχικά σε ποια ομάδα πάω και μετά να δουλέψω στις διακοπές για να είμαι έτοιμος. Ηθελα όμως πρώτα να είμαι έτοιμος ψυχολογικά, οι απαιτήσεις είναι υψηλές και να βάλω το μυαλό μου σε μία θέση ώστε να καταλάβω πού ακριβώς πάω».
Για το γεγονός πως είχε απασχολήσει ομάδες του εξωτερικού και τον Παναθηναϊκό: «Υπήρξε ενδιαφέρον, αλλά τι να πω τώρα. Ο μάνατζέρ μου τα ξέρει. Υπήρξε ενδιαφέρον όντως, αλλά όχι προτάσεις. Και από τον Παναθηναϊκό είχε φτάσει στα αυτιά μου ότι υπήρχε ενδιαφέρον».
Για το αν νιώθει περισσότερο Βραζιλιάνος, την αγαπημένη του ομάδα και αν θα ήθελε να παίξει εκεί κάποια μέρα: «Νιώθω Βραζιλιάνος, γιατί όλη μου η οικογένεια είναι εκεί. Μόνο ο πατέρας μου είναι Έλληνας. Εχω την Βραζιλία στην καρδιά μου, γιατί γεννήθηκα εκεί, η μητέρα μου είναι από εκεί, οι υπόλοιποι συγγενείς μου μένουν μόνιμα εκεί. Οπότε ναι, νιώθω Βραζιλιάνος, αλλά περισσότερο Έλληνας γιατί μεγάλωσα εδώ, έζησα τα 2/3 της ζωής μου εδώ, οπότε νιώθω περισσότερο Έλληνας. Αγαπημένη ομάδα μου η Κορίνθιανς. Αυτό ήταν το πρώτο μου όνειρο ως πιτσιρικάς, να παίξω εκεί, γιατί όλη μου η οικογένεια ήταν Κορίνθιανς. Με το που κατάλαβα τι γινόταν γύρω μου στα 4, είχα στόχο να παίξω στην Κορίνθιανς».
Για το ποια άλλα αθλήματα βλέπει: «Μου αρέσει πολύ το μπάσκετ. Πήγαινα και στην Ρόδο να δω τον Κολοσσό. Μου αρέσει, παίζω κιόλας. Πριν τις προπονήσεις στον ΠΑΣ πηγαίναμε και κάναμε ένα ζέσταμα με σουτάκια. Ναι, παίζω και τένις. Στην Ρόδο τα καλοκαίρια επειδή έχω κάτι φίλους που παίζουν τένις, πήγαινα και έκανα κι εγώ προπονήσεις. Είναι όμως διαφορετικό. Στο μπάσκετ βρίσκεις πιο εύκολα φίλους να παίξεις. Το τένις είναι διαφορετικό και θέλει και εξοπλισμό. Μου αρέσει όμως ως άθλημα».