Οι θέσεις του Π.Σ.Α.Π. για την Ελληνικότητα του πρωταθλήματος της Super League.
1. Σε συνέχεια προηγούμενης επικοινωνίας μας και των όσων αναφέρονται στο υπ΄ αριθ. πρωτ. 3743/31.5.2010 έγγραφό σας, σας γνωρίζουμε ότι ο Σύνδεσμος, αφού δια του Δ.Σ. του εκτίμησε και αξιολόγησε με τη δέουσα σοβαρότητα και υπευθυνότητα τις προτάσεις που περιέχονται στο ανωτέρω έγγραφό σας, σας παραθέτει κατωτέρω τις απόψεις, τις θέσεις και τις προτάσεις του.
2. Επί της πρώτης προτάσεώς σας, σας γνωρίζουμε τα εξής :
– Το μείζον ζήτημα της διατήρησης και περαιτέρω διασφάλισης της ελληνικότητας όλων των επαγγελματικών Πρωταθλημάτων έχει απασχολήσει προ πολλού τον Π.Σ.Α.Π., ο οποίος έχει πολλάκις τοποθετηθεί αρμοδίως, με σκοπό την κατά το καλύτερο δυνατό τρόπο κατοχύρωση της συμμετοχής περισσότερων Ελλήνων ποδοσφαιριστών στην ενδεκάδα και στη δύναμη (ρόστερ) μιάς ομάδας.
– Δεδομένου ότι η μέχρι σήμερα υπάρχουσα κατάσταση σαφώς και πλήττει την ελληνικότητα του Πρωταθλήματος, αφού ουδεμία κατοχύρωση των Ελλήνων ποδοσφαιριστών υφίσταται, η τεθείσα πρώτη πρότασή σας καταρχήν εμφαίνεται να διαμορφώνει νέα δεδομένα.
– Ωστόσο, αν και γίνεται εκ μέρους σας απόπειρα εναρμόνισης των υπαρχόντων δεδομένων με νέα δεδομένα άλλων ξένων Πρωταθλημάτων, είναι σαφές ότι, σε κάθε περίπτωση, τυχόν πλήρης εναρμόνιση και υιοθέτηση νέου καθεστώτος όχι μόνον δεν είναι υποχρεωτική, λαμβανομένων υπόψη και των διαφορετικών αντίστοιχων δεδομένων και καθεστώτων σε άλλες χώρες της Ευρώπης, αλλά και ως αυτή (η εναρμόνιση και υιοθέτηση) προτείνεται, είναι ιδιαιτέρως ασαφής και ενδεχομένως αποβαίνει περισσότερο δυσμενής σε σχέση με το ούτως ή άλλως ισχύον σήμερα δυσμενές καθεστώς.
Σε κάθε περίπτωση, ο όρος «locally trained», ανεξαρτήτως του πως εκλαμβάνεται σε άλλα ξένα Πρωταθλήματα ή ανεξαρτήτως υιοθέτησης «κριτηρίων», στη χώρα μας δεν είναι δυνατόν να μην καλύψει, αυστηρώς και δεσμευτικώς, Έλληνες ποδοσφαιριστές με δικαίωμα να αγωνίζονται στην εθνική ομάδα.
– Πέραν των ανωτέρω, από την απλή επισκόπηση της συνθέσεως των ομάδων της Α΄ Εθνικής Κατηγορίας, ιδίως της τελευταίας περιόδου, ευχερώς διαπιστώνεται ότι στο ρόστερ των ομάδων ανήκουν, κατά μέσο όρο, δεκαεννέα (19) Έλληνες ποδοσφαιριστές.
Σε επίρρωση του ανωτέρω επιχειρήματος, σας παραθέτουμε τον κατωτέρω πίνακα:
ΠΑΕ – ΡΟΣΤΕΡ – ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΣΤΕΣ
Α.Ε.Κ. 35 16
ΑΡΗΣ 36 12
ΑΣΤΕΡΑΣ ΤΡ. 33 18
ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ 31 19
ΕΡΓΟΤΕΛΗΣ 30 17
ΗΡΑΚΛΗΣ 37 18
ΛΑΡΙΣΑ 37 16
ΛΕΒΑΔΕΙΑΚΟΣ 35 18
ΚΑΒΑΛΑ 38 18
ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ 42 24
ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ 38 24
ΠΑΝΘΡΑΚΙΚΟΣ 42 20
ΠΑΝΙΩΝΙΟΣ 37 20
Π.Α.Ο.Κ. 32 12
Π.Α.Σ. ΓΙΑΝΝΙΝΑ 42 32
ΞΑΝΘΗ 38 17
ΣΥΝΟΛΟ 583 301
Αντιλαμβάνεστε ότι, παρά τα ανωτέρω στοιχεία, εξακολουθεί να είναι ιδιαιτέρως έντονο το φαινόμενο εμφάνισης ενδεκάδων, με συμμετοχή ενός έως κανενός Έλληνα ποδοσφαιριστή.
– Υπό τα δεδομένα αυτά, η πρότασή σας, όπως κατά χρονική πρόοδο παρατίθεται, εκ των πραγμάτων δεν επιφέρει ουσιαστική μεταβολή στα υπάρχοντα πραγματικά δεδομένα, δοθέντος ότι η συμμετοχή Ελλήνων ποδοσφαιριστών είναι σαφώς ανώτερη των 8, 7 ή και των 6 ποδοσφαιριστών που ως Έλληνες, κατά τη ρητή τοποθέτησή μας, θα δύνανται να συμμετέχουν στο ρόστερ, βάσει της ανωτέρω προτάσεώς σας, έστω και υπό τον τίτλο «locally trained».
Αλλωστε, και η εκ μέρους σας αποδοχή της οικονομικής επιβάρυνσης που συνεπάγεται για μία Π.Α.Ε. ο μεγάλος αριθμός συμβολαίων ξένων ποδοσφαιριστών, κοινοτικών και μη, σε συνδυασμό με την υπάρχουσα στη χώρα μας, αλλά και εκτός αυτής, σοβαρή οικονομική κρίση, σαφώς και δικαιολογεί και επιβεβαιώνει το ανωτέρω «ορθολογικό» πράγματι επιχείρημά μας, αφού η αύξηση των Ελλήνων ποδοσφαιριστών στο ρόστερ, αλλά και στην ενδεκάδα, σύμφωνα και με την πρόταση της F.I.F.A. για την υιοθέτηση του μέτρου «6+5», σαφώς και θα διαμορφώσει ασφαλέστερους όρους ίσης αγωνιστικής συμμετοχής και επαρκέστερους όρους ανταγωνισμού.
– Επίσης, δεδομένου του υπάρχοντος προβλήματος «αφελληνισμού» του Πρωταθλήματος, εννοείται ότι ο απεριόριστος αριθμός εγγεγραμμένων ποδοσφαιριστών κάτω των 21 ετών, σαφώς και θα πρέπει να καλύπτει, αυστηρώς και δεσμευτικώς, Έλληνες ποδοσφαιριστές με δικαίωμα να αγωνίζονται στην εθνική ομάδα, αφού έτσι θα εξασφαλιστεί η αναβάθμιση του ποδοσφαίρου μας και η ανάδειξη νέων πολλά υποσχόμενων ποδοσφαιριστών.
– Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, φρονούμε ότι η τεθείσα πρότασή σας, αν και καταρχήν μεταβάλει τα υπάρχοντα δεδομένα, δεν αποτελεί ουσιαστική ευμενή μεταβολή και θετική προσέγγιση του κατά την άποψή μας εύλογου και θεμιτού στόχου μας να διαμορφώσουμε ασφαλέστερους όρους συμμετοχής Ελλήνων ποδοσφαιριστών στα Πρωταθλήματα.
Στο σημείο αυτό δεν είναι δυνατόν να μην αναφερθούμε στην ήδη εκπεφρασμένη θέση της Ε.Π.Ο. επί του θέματος, με τις υπ΄αριθ. 16257/2007, 29800/2006 επιστολές της και κυρίως με την υπ΄ αριθ. 29328/2008 επιστολή της, με την οποία, και η ίδια η εθνική Ομοσπονδία, εκδηλώνοντας την ανησυχία και ευαισθησία της για τον «αφελληνισμό» του Πρωταθλήματός σας, προτείνει σειρά πρωτοποριακών μέτρων, εκ των οποίων και τη σταδιακή, σε βάθος διετίας, κάλυψη του δυναμικού των Π.Α.Ε. σε ποσοστό 50% με επαγγελματίες ποδοσφαιριστές που δικαιούνται να αγωνίζονται στις ελληνικές εθνικές ομάδες.
– Κατόπιν των ανωτέρω, είναι ευλόγως αντιληπτό ότι ο Π.Σ.Α.Π. δεν είναι δυνατόν να αποκλίνει από την ανωτέρω θέση της Ε.Π.Ο., την οποία και αυτός έχει προ πολλού υποστηρίξει, αξιώνοντας περαιτέρω και την ελάχιστη συμμετοχή Ελλήνων ποδοσφαιριστών στην ενδεκάδα.
3. Επί της δεύτερης προτάσεώς σας, σας γνωρίζουμε τα εξής :
– Πράγματι, η δυσμενής οικονομική κατάσταση έχει ήδη πλήξει όλες τις κοινωνικές ομάδες και εν γένει την αγορά. Οι ποδοσφαιριστές έχουν ήδη εισπράξει το τίμημα με την δυσμενή πλέον γι΄ αυτούς μεταβολή της φορολόγησης των εισοδημάτων τους. Επίσης, η υπάρχουσα κρίση σαφώς και θα μεταβάλει τα δεδομένα της ποδοσφαιρικής αγοράς, με άμεση επίπτωση στις μεταγραφές και στις νέες συμφωνίες.
– Στο επίπεδο αυτό κάθε συμβαλλόμενο μέρος (Π.Α.Ε. και ποδοσφαιριστής) αναλαμβάνει την ευθύνη και το βάρος που του αναλογεί, ο μεν ποδοσφαιριστής την πρόσθετη φορολογική επιβάρυνσή του, η δε Π.Α.Ε. το συνυπολογισμό νέων δεδομένων στις συμφωνίες που θα καταρτίσει.
– Οι ρόλοι αυτοί είναι και συγκεκριμένοι και μη μεταβλητοί, ει μη μόνον με ειδική συμφωνία των μερών και συνειδητή ανάληψη των επί μέρους συμβατικών ευθυνών και υποχρεώσεων.
– Είναι αντιληπτό ότι στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, η συμβατικώς συμφωνηθείσα από την Π.Α.Ε. ανάληψη πρόσθετης υποχρέωσης κάλυψης του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματα του ποδοσφαιριστή είναι θεμιτή και νόμιμη και εντάσσεται στα πλαίσια της ανάληψης της επιχειρηματικής ευθύνης του εργοδότη. Μια τέτοια συμφωνία μεταβάλλεται, νομικώς παραδεκτώς, με νέα συμφωνία και μόνον.
Παρέμβαση στα ρητώς συμφωνηθέντα σε ένα συμβόλαιο δεν νοείται, ούτε με θέσπιση νέων κανόνων, ούτε με άλλους τρόπους, ει μη μόνον με επαναδιαπραγμάτευση των οικονομικών όρων ενός συμβολαίου μεταξύ των μερών και νέα συμφωνία. Κατ΄ακολουθία, δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, πολύ δε περισσότερο μονομερώς ή με άλλο τρόπο, οιοσδήποτε, ουσιαστικά καταναγκαστικός για τον ποδοσφαιριστή, «νομικός μηχανισμός» που θα προέβλεπε, άνευ άλλου τινός, λύση και δη αυτοδίκαιη του συμβολαίου.
– Αντιλαμβάνεσθε ότι κάτι τέτοιο θα συνεπάγετο, με τη συναίνεση μάλιστα του Π.Σ.Α.Π., αθέμιτη, μη νόμιμη και συνταγματικώς μη αποδεκτή παρέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενες θεμελιώδεις αρχές και δικαιώματα, όπως στο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, ιδιαίτερη έκφανση του οποίου αποτελεί η οικονομική ελευθερία, στο δικαίωμα της εργασίας, στη θεμελιώδη νομική αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, κ.λπ.
Δεν καταλείπεται καμία απολύτως αμφιβολία ότι μια τέτοια «σύμπραξη» του Π.Σ.Α.Π. θα ήταν απαράδεκτη, θα εγκυμονούσε σοβαρούς νομικούς κινδύνους για τον ίδιο, πέραν και ανεξαρτήτως βεβαίως του αρνητικού κόστους που θα συνεπάγετο γι΄αυτόν μια τέτοια ρύθμιση, εμφανώς αντίθετη με τους καταστατικούς του σκοπούς και δη αυτόν της διαφύλαξης των συμφερόντων των μελών του, θεσμοί που ο Π.Σ.Α.Π. δεν είναι δυνατόν να καταλύσει, οποτεδήποτε και δι΄οιονδήποτε λόγο.
4. Με την προσδοκία ότι θα αντιληφθείτε και κατανοήσετε το εύλογο δίκαιο και θεμιτό των απόψεων, των θέσεων και των προτάσεών μας, είμαστε στη διάθεσή σας για κάθε περαιτέρω διευκρίνιση ή συνεργασία, προκειμένου να καταλήξουμε σε μια πράγματι ορθολογική και αξιόπιστη, αμφιμερώς, συμφωνία, η οποία θα έχει όλα τα εχέγγυα μιας ασφαλούς και ριζικής λύσης προ πολλού γνωστών, χρόνιων και άκρως επικίνδυνων προβλημάτων.