Από μικρός, ο Ζαν Πιέρ Παπέν είχε επιλέξει το επάγγελμα που θα ακολουθούσε. «Ο πατέρας μου, Γκι, έπαιζε ποδόσφαιρο, και η αγάπη για το άθλημα μου μεταδόθηκε… από την κούνια», έλεγε ο ίδιος!
Ωστόσο, για να φθάσει στα τέλη της δεκαετίας του ’80 να θεωρείται ένας από τους καλύτερους επιθετικούς του κόσμου και να του απονείμει το «France Football» την «Χρυσή Μπάλα» το 1991, δούλεψε πολύ, σκληρά, και μόνος.
Ο Ζαν Πιέρ Παπέν (που πλέον απασχολείται ως προπονητής, έχοντας δουλέψει μεταξύ άλλων σε Στρασμπούρ, Λανς, Σατορού) γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1963 στην πόλη Μπουλόν της Γαλλίας. Σε ηλικία 15 ετών εντάχθηκε στη Βαλανσιέν, η οποία δύο χρόνια αργότερα τον έστειλε για «μετεκπαίδευση» στη Βισύ (η οποία θεωρούνταν το καλύτερο ποδοσφαιρικό «σχολείο» της πατρίδας του). Επέστρεψε στη Βαλανσιέν το 1984 και εκεί τον ανακάλυψαν τα «λαγωνικά» της Μπρυζ.
Γάλλος «βομβιστής»
Δεν δίσταζε να δοκιμάσει το πόδι του από τα πιο απίθανα σημεία του γηπέδου. Πολλές φορές σε ανάγκαζε να απορείς τι σκέφτηκε και σούταρε από τέτοια απόσταση. Το σουτ του ήταν δυναμίτης και μοιραία η μπάλα ή θα κατέληγε στα δίχτυα ή στην κερκίδα.
Οι τραβηγμένες αυτές ενέργειες ήταν που δίχασαν τους Γάλλους φιλάθλους. Άλλοι τον χλεύαζαν ως άμυαλο για τις επιλογές του και άλλοι τις επικροτούσαν βάζοντας ως επιχείρημα το πλούσιο ταλέντο του. Ένα ταλέντο που ωστόσο κανείς δεν αμφισβητούσε ότι έχει. Έκτος από το εκρηκτικό του σουτ, η ταχύτητα που ανέπτυσσε με την μπάλα στα πόδια και η ικανότητά του να την στέλνει στα δίχτυα με σχετική ευκολία, τον καθιέρωσαν ως έναν από τους κορυφαίους στράικερ της Γαλλίας και ολόκληρης της ποδοσφαιρικής υφηλίου.
Ο Ζαν-Πιερ Παπέν γεννήθηκε στο Μπούλενοσουρ στις 5 Νοεμβρίου του 1963. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα καθώς οι γονείς του χώρισαν και ο ίδιος αναγκάστηκε να ζήσει για αρκετό διάστημα με τους παππούδες του. Σαν γνήσιο παιδί του αθλητισμού (ο πατέρας του, Γκι, ήταν ποδοσφαιριστής) ο Ζαν-Πιερ έβρισκε διέξοδο στα προβλήματά του κλωτσώντας την μπάλα.
Η πρώτη του οργανωμένη ενασχόληση με το ποδόσφαιρο ήρθε το 1970 με τη φανέλα της Ζομόν, ενός μικρού συλλόγου του Γαλλικού Βορρά. Σε ηλικία 15 ετών μεταγράφεται στη Βαλενσιέν, η οποία τον δίνει δανεικό το 1983 στη Βισύ. Ένα χρόνο αργότερα έρχεται η στιγμή που ο βραχύσωμος επιθετικός θα κάνει το ντεμπούτο του, με την ανδρική ομάδα της Βαλενσιέν, στη δεύτερη κατηγορία της Γαλλίας. Με τους «Αθηναίους» έδειξε τα πρώτα δείγματα του πλούσιου ταλέντου του, αφού σε 33 παιχνίδια πέτυχε 15 τέρματα, χτίζοντας σιγά-σιγά το όνομά του.
Το χτίσιμο ενός μύθου
Το καλοκαίρι του 1985 η Βελγική Μπριζ στην προσπάθειά της να ενισχυθεί επιθετικά προλαβαίνει τις μεγάλες Γαλλικές ομάδες και αποσπά την υπογραφή του Ζαν-Πιερ. Με την «FCB» κατακτά το κύπελλο Βελγίου και τη δεύτερη θέση στη Βελγική Λίγκα, ενώ ανακηρύσσεται πρώτος σκόρερ του συλλόγου τη σεζόν 1985-86 με 25 γκολ σε 37 εμφανίσεις.
Έχοντας πείσει και τον πλέον δύσπιστο στη Γαλλία ότι αξίζει να αγωνίζεται στο εγχώριο Πρωτάθλημα, το καλοκαίρι του 1986 επιστρέφει στην πατρίδα του για λογαριασμό της Μαρσέιγ. Με τους «Φοίνικες» έζησε τα καλύτερα χρόνια της καριέρας του, φτάνοντας μία ανάσα από την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λίγκ.
Η πρώτη του χρονιά στην ομάδα της Μασσαλίας αποτελεί διάστημα προσαρμογής στην «Ligue 1», αν και καταφέρνει να πετύχει 16 γκολ σε 44 εμφανίσεις. Τις επόμενες πέντε χρονιές είναι καταιγιστικός. Αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ του Γαλλικού Πρωταθλήματος πέντε φορές (1988, 1989, 1990, 1991, 1992), οδηγώντας την Μαρσέιγ στην κατάκτηση τεσσάρων συνεχόμενων Πρωταθλημάτων (1989, 1990, 1991, 1992) και ενός Κυπέλλου Γαλλίας (1989), πετυχαίνοντας μάλιστα χατ-τρικ εναντίον της Μονακό (4-3) στον τελικό.
Εντυπωσιακά ήταν τα επιτεύγματά του και στο Τσάμπιονς Λιγκ. Κατακτά τον τίτλο του πρώτου σκόρερ της διοργάνωσης τρεις συνεχόμενες φορές (1990, 1991, 1992), ενώ οδηγεί την Μαρσέιγ στον τελικό του Μπάρι το 1991, εκεί όπου τελικά θα γνωρίσει την ήττα στα πέναλτι από τον Ερυθρό Αστέρα.
Γυρολόγος
Οι εξαιρετικές του εμφανίσεις σε συνδυασμό με την σταθερή του απόδοση όλα αυτά τα χρόνια αλλά και την ιδανική ηλικία στην οποία βρισκότανε έφεραν όλη την ποδοσφαιρική Ευρώπη στα πόδια του με την Μίλαν να είναι αυτή που τελικά θα τον κάνει δικό της. Τα 10 εκατομμύρια δολάρια που ξόδεψαν οι Ιταλοί για να τον φέρουν στην «Πρωτεύουσα της Μόδας» πήγαν χαμένα. Η ζωή στο Μιλάνο δεν του ταίριαζε και οι δυσκολίες με την γλώσσα δεν του επέτρεψαν να προσαρμοστεί στους «ροσονέρι». Στα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετώπισε με την μετακόμιση του στο Καμπιονάτο ήρθαν να προστεθούν και οι τραυματισμοί με αποτέλεσμα ο Ζαν-Πιερ να μην μπορέσει ποτέ να προσφέρει όσα πραγματικά μπορούσε. Παρότι δεν έπιασε ποτέ τα υψηλά στάνταρ στην απόδοσή του, άλλωστε δεν είχε σταθερή θέση στην αρχική ενδεκάδα, κατάφερε να πετύχει 25 γκολ σε 53 εμφανίσεις. Κατέκτησε 2 Πρωταθλήματα Ιταλίας (1993, 1994), 2 Σούπερ Καπ Ιταλίας (1993, 1994) και ένα Τσάμπιονς Λιγκ (1994), ενώ τη σεζόν 1992-93 είχε και ένα χαμένο τελικό στη διοργάνωση από την πρώην ομάδα του την Μαρσέιγ. Στο συγκεκριμένο παιχνίδι, μάλιστα, αποδοκιμάστηκε έντονα από τους συμπατριώτες του.
Έχοντας σπαταλήσει δύο χρόνια στην Ιταλία μαζεύει τα πράγματά του και μετακομίζει πιο βόρεια και συγκεκριμένα στο Μόναχο, για λογαριασμό της Μπάγερν. Ούτε στη Γερμανία καταφέρνει να βρει τον εαυτό. Η κατάσταση αποδεικνύεται ακόμη χειρότερη στη Βαυαρία. Οι τραυματισμοί του γίνονται όλο και πιο συχνοί και την σεζόν 1994-95 εμφανίζεται μόνο 10 φορές στο χορτάρι ενώ βρίσκει δίχτυα μόλις 3 φορές. Ίδιο το έργο και την επόμενη σεζόν. Μόνο που αυτή τη φορά αγωνίζεται σε 25 παιχνίδια αλλά και πάλι στέλνει την μπάλα στα αντίπαλα δίχτυα 3 φορές. Ωστόσο καταφέρνει να πάρει ένα Κύπελλο Ουέφα το 1996, αγωνιζόμενος σε 5 Ευρωπαϊκά παιχνίδια με απολογισμό 1 γκολ.
Μετά το αποτυχημένο πέρασμά του στο εξωτερικό αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του με την Μπορντώ να είναι η ομάδα που θα του προσφέρει καταφύγιο. Στην πρώτη του χρονιά στους Γιρονδίνους δείχνει να αναγεννάτε αφού παρά τα 33 του χρόνια, σε 36 εμφανίσεις τινάζει 16 φορές τα αντίπαλα δίχτυα και την αμέσως επόμενη πετυχαίνει ακόμη 11 σε 30 αγώνες. Και πάλι όμως οι τραυματισμοί θα του στερήσουν την ευκαιρία να αγωνιστεί σε υψηλό επίπεδο.
Το 1998 παίρνει την απόφαση να αγωνιστεί στην δεύτερη κατηγορία της Γαλλίας και συγκεκριμένα στην Γκινγκάμπ. Τρία γκολ σε 9 εμφανίσεις είναι ο συνολικός του απολογισμός, με την Γκινγκάμπ να τερματίζει στην έβδομη θέση. Στο τέλος της σεζόν 1998-1999 μετακομίζει στην Σεντ Πιερουά, ομάδα που αγωνίζεται στο πρωτάθλημα του νησιού Reunion, το οποίο αποτελεί Γαλλική αποικία και βρίσκεται νοτιοανατολικά της Αφρικής. Με την Σεντ Πιερουά αγωνίζεται 27 φορές και σκοράρει 13 τέρματα τη διετία 1999-2001. Τις επόμενες τρεις σεζόν (2001-2004) αγωνίζεται 50 φορές με τα χρώματα της Καπ-Φερά πετυχαίνοντας 24 γκολ. Σε ηλικία 41 χρόνων αποφασίζει να κρεμάσει τα παπούτσια του και να ασχοληθεί με την προπονητική, όμως το 2009 επανέρχεται στους αγωνιστικούς χώρους για λογαριασμό της ερασιτεχνικής Φακτούρ-Μπιγκανό Μπουαέν, με την οποία λαμβάνει μέρος σε 3 αγώνες πετυχαίνοντας ισάριθμα γκολ.
Ο «Παπινάδες», όπως είναι το προσωνύμιο του, προσέφερε 9 συναπτά έτη την βοήθειά του και στην Εθνική ομάδα της χώρας του. Δυστυχώς, βρέθηκε σε μία μεταβατική περίοδο των «τρικολόρ», αφού μετά την κατάκτηση του Euro το 1984 μέχρι την ύστατη στιγμή τους με την πρώτη θέση στο Μουντιάλ του 1998, το μόνο που έχουν να επιδείξουν είναι η Τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986. Τη φανέλα της Εθνικής του ομάδας την φόρεσε από το 1986 μέχρι και το 1995 αφήνοντας ως παρακαταθήκη 30 γκολ σε 54 εμφανίσεις.
Προπονητική… στα ρηχά
Η προπονητική του καριέρα ξεκινάει το 2004 από την επίσης ερασιτεχνική Μπασίν Ντ’ Αρκασόν. Μετά το «αγροτικό» του στην άσημη ομάδα της νοτιοδυτικής Γαλλίας, το 2006 αναλαμβάνει τις τύχες του Στρασβούργου.
Παρότι βοήθησε την ομάδα να επιστρέψει στην πρώτη κατηγορία της Γαλλίας, οι τριβές με τους παίκτες της ομάδας αλλά και τον τύπο της χώρας ανάγκασαν τους διοικούντες να τον απολύσουν. Επόμενος σταθμός της καριέρας του ήταν η Λανς.
Ούτε εκεί θα καταφέρει να στεριώσει αφού οι κακές εμφανίσεις του συλλόγου, που γλίτωσε για λίγο τον υποβιβασμό, τον έφεραν στην πόρτα της εξόδου.
Ακολουθεί ένας χρόνος χωρίς προπονητική αφού αποφασίζει να επιστρέψει στην αγωνιστική δράση.
Το 2009 αναλαμβάνει την Σατορού, ομάδα δεύτερης κατηγορίας, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να μείνει παραπάνω από ένα χρόνο στον πάγκο της ομάδας. Έκτοτε δεν έχει δουλέψει ως τεχνικός.
Η κόρη του όταν γεννήθηκε υπέστη εγκεφαλικές βλάβες, γεγονός που στάθηκε αφορμή για να ιδρύσει το ίδρυμα «Neuf de Coeur» (Εννιά Καρδιά, ο Ζαν-Πιερ φορούσε το νούμερο 9 όσο αγωνιζόταν) για παιδιά με ειδικές ανάγκες.
Οι συμπατριώτες του βλέποντάς τον να υποφέρει στην Ιταλία έφτιαξαν ένα σκετσάκι με τίτλο «Revien JPP» (Γύρισε Ζαν-Πιερ Παπέν).
Ονομάστηκε «Παίκτης του Αιώνα» από την Μαρσέιγ.
Κατέκτησε τη «Χρυσή Μπάλα» το 1991.
Ανακηρύχθηκε κορυφαίος Γάλλος ποδοσφαιριστής 2 φορές (1989, 1991).
Είναι μέλος του «ΦΙΦΑ 100».
Πηγή: www. cobrasports.gr Συντάκτης: Κώστας Ρίζος