Φαντεζί ποδοσφαιριστής δεν ήταν ποτέ. Θεαματικές ενέργειες και περίτεχνες ντρίπλες δεν υπήρχαν στο ρεπερτόριο του. Το παιχνίδι του περιοριζόταν στις τέσσερις γραμμές της αντίπαλης περιοχής και στο πως θα στείλει την μπάλα στο πλεκτό και ενώ σε όλα τ’ άλλα υστερούσε, αυτή τη δουλειά, την είχε αναγάγει σε επιστήμη.
Τη μία στιγμή, η μπάλα έφτανε στα πόδια του και την, αμέσως επόμενη, ο τερματοφύλακας, την μάζευε από τα δίχτυα. Έτσι απλά, όπως απλό ήταν και το ποδόσφαιρο που έπαιζε. Χωρίς πολλά φρου-φρου και περιττές ενέργειες. Χωρίς να το κουράζει το θέμα. Η απλότητα, η ευστοχία και ο ήσυχος χαρακτήρας του (ίσως και το χαρακτηριστικό του μουστάκι), ήταν τα στοιχεία που έκαναν τον Ρούντολφ «Ρούντι» Φέλερ ή αλλιώς «Tante Käthe» (σ.σ. θεία Κάτια, παρατσούκλι, που του κόλλησαν επειδή, το γεμάτο μπούκλες, μαλλί του έμοιαζε με αυτό της γιαγιάς του) τόσο αγαπητό και σεβαστό στο Γερμανικό κοινό, αλλά και διάσημο στον υπόλοιπο κόσμο.
Είναι ο τρίτος σκόρερ, όλων των εποχών, για την Εθνική Γερμανίας, με 47 τέρματα, πίσω από τον Γκέρτ Μίλλερ (68) και τον Μίροσλαβ Κλόζε (67).
Στον τελικό, του Παγκοσμίου Κυπέλλου, του 1986, σκοράρει, προερχόμενος από τον πάγκο και γίνεται ο τρίτος, μετά τους Νανιγκά (1978), Αλτομπέλι (1982) και τελευταίος ποδοσφαιριστής, μέχρι στιγμής, που πετυχαίνει γκολ σε τελικό Μουντιάλ, ως αλλαγή.
Τη σεζόν 1982-83, ανακηρύχθηκε πρώτος σκόρερ της Μπουντεσλίγκα, με 23 τέρματα.
Ο Ρούντι Φέλερ γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1960, στο Χάναου της Γερμανίας και ξεκίνησε την καριέρα του στην τοπική ομάδα της περιοχής, την 1860 Χάναου, σε ηλικία μόλις 6 ετών. Η έμφυτη εκτελεστική του δεινότητα, τον έκανε γνωστό στην ευρύτερη περιοχή τα επόμενα χρόνια και το 1975 ήρθε η ώρα να μετακομίσει στη γειτονική Κίκερς Όφενμπαχ, ομάδα που αγωνιζόταν στη δεύτερη κατηγορία της Γερμανίας.
Η μεταγραφή του στους Κίκερς πέρασε από σαράντα κύματα κι αυτό γιατί η μητέρα του δεν έβλεπε μέλλον και χρήμα στο ποδόσφαιρο για τον Ρούντι, πράγμα που, ευτυχώς, δεν ενστερνίστηκε ο σκάουτερ της ομάδας, Χέρμαν Νούμπερ, ο οποίος του βρήκε δουλειά στα γραφεία του συλλόγου, ως ταμία και αργότερα σε μία τοπική βιομηχανία, κάνοντας, με την επιμονή του, εφικτή την μετακόμισή του στο κλαμπ. Επιλογή την οποία δικαίωσε απόλυτα η μετέπειτα καριέρα του Γερμανού φορ.
Τα δύο πρώτα χρόνια ο Φέλερ αγωνιζόταν στην ομάδα νέων και ήταν Νοέμβριος του ’77 όταν έκανε το ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα, ενώ μερικούς μήνες αργότερα, πέτυχε το πρώτο του γκολ με τη φανέλα της Όφενμπαχ. Το 1980, ύστερα από 73 εμφανίσεις και 18 γκολ με τους Κίκερς, έχοντας ήδη κάνει ντεμπούτο ένα χρόνο νωρίτερα με την Εθνική ομάδα της Δυτικής Γερμανίας U-21, παίρνει μεταγραφή στη νεοφώτιστη -τότε- της Μπουντεσλίγκα, Μόναχο 1860.
Το τέλος της σεζόν ’80-’81 βρίσκει τα «Λιοντάρια» κάτω από τη ζώνη του υποβιβασμού και τον Ρούντι Φέλερ να επιστρέφει στη δεύτερη κατηγορία της Γερμανίας. Η χρονιά που ακολουθεί είναι μαγική για τον Ρούντι, αφού σκοράρει 35 γκολ σε 37 αγώνες, ενώ παράλληλα βρίσκεται στην προεπιλογή της Εθνικής Γερμανίας για το παγκόσμιο του 1982 και αναγκάζει τους μεγάλους συλλόγους της Γερμανίας να δώσουν μάχη για να τον αποκτήσουν.
Τη μάχη κερδίζει η Βέρντερ Βρέμης του Όττο Ρεχάγκελ κι έτσι το καλοκαίρι του 1982, μετά από 70 εμφανίσεις και 47 γκολ με τους Βαυαρούς, ετοιμάζει τις βαλίτσες του για τον Γερμανικό Βορρά. Έχοντας κεκτημένη ταχύτητα, ο Φέλερ συνεχίζει να εντυπωσιάζει και τη σεζόν 1982-83 πετυχαίνει 23 γκολ σε 21 συμμετοχές, με τους «πράσινους», να χάνουν το Πρωτάθλημα στη διαφορά τερμάτων, από, τον μισητό τους αντίπαλο, το Αμβούργο. Στην πενταετή θητεία του, στη Βρέμη, ο «Tante Käthe» φοράει 137 φορές την εμφάνιση της Βέρντερ, σκοράροντας 97 γκολ.
Tα γερμανικά σύνορα ήταν μικρά για να χωρέσουν το ταλέντο του και όπως κάθε μεγάλο ταλέντο εκείνη την εποχή, αποφασίζει να αφήσει την Μπουντεσλίγκα για το καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου -εκείνη την περίοδο- το Καμπιονάτο και τη Ρόμα.
Στους Τζιαλορόσι έμεινε από το 1987 μέχρι το 1992, κατακτώντας ένα Κόπα Ιτάλια, το 1991 και αναγκάζοντας τους φιλάθλους των Ρωμαίων, με τις εκπληκτικές εμφανίσεις και τα 45 του τέρματα σε 142 αγώνες, να του κολλήσουν το παρατσούκλι «Ιπτάμενος Γερμανός».
Η κορυφαία στιγμή στην καριέρα του, σε επίπεδο συλλόγων, ήρθε μαζί με τη μεταγραφή του στη Μαρσέιγ, αφού με τους Γάλλους κατέκτησε το Τσάμπιονς Λιγκ το 1993, το μοναδικό που έχει κατακτήσει ποτέ Γαλλική ομάδα.
Παρότι είχε πλέον φτάσει 32 χρόνων, ο Ρούντι έδειχνε το ίδιο ορεξάτος για ποδόσφαιρο, σκοράροντας ασταμάτητα (28γκολ/73 εμφανίσεις) τη διετία 1992-1994 που έμεινε στο Βελοντρόμ και κερδίζοντας ένα Πρωτάθλημα το 1993, το οποίο, όμως, δεν χάρηκε, αφού η Μαρσέιγ συμμετείχε σε ένα σκάνδαλο δωροδοκίας, που της στέρησε τον τίτλο και την κατηγορία, το 1994.
Ο υποβιβασμός της Μαρσέιγ, σε συνδυασμό με την ηλικία του (34 ετών), έκαναν τον Φέλερ να πάρει το δρόμο της επιστροφής για Γερμανία, ύστερα από 7 χρόνια.
Οι επιδόσεις του στο σκοράρισμα, του εξασφάλισαν διετές συμβόλαιο στη Μπάγερ Λεβερκούζεν, το οποίο τίμησε και με το παραπάνω, στέλνοντας την μπάλα στα αντίπαλα δίχτυα 26 φορές σε 62 συμμετοχές με την «ομάδα των εργοστασίων». Το 1996 ανακοινώνει την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, έχοντας συνολικά 258 γκολ σε 557 εμφανίσεις.
Μεγάλη ήταν η προσφορά του και στην Εθνική Γερμανίας, της οποίας φόρεσε και το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Ο «Ιπτάμενος Γερμανός» αγωνίστηκε με το γερμανικό εθνόσημο 90 φορές με την ομάδα ανδρών, πετυχαίνοντας 47 γκολ και άλλες 22 με την ομάδα U-21 της Δυτικής Γερμανίας.
Με τη «Νατιοναλμανσάφτ» πήρε μέρος σε 3 Παγκόσμια Κύπελλα (1986, 1990, 1994), κατακτώντας τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή το 1990, ενώ το 1986, παρόλο που σκόραρε στον ημιτελικό και τον τελικό, τα Πάντσερ τερμάτισαν δεύτερα, πίσω απ’ την Αργεντινή και σε 3 Ευρωπαϊκά Κύπελλα (1984, 1988, 1992), πετυχαίνοντας σημαντικά τέρματα, χωρίς ωστόσο, να κατακτήσει τον Ευρωπαϊκό τίτλο.
Όταν το 1996 ο Φέλερ κρέμασε τα παπούτσια του παρέμεινε στην Μπαγερ Λεβερκούζεν ως μάνατζερ και στις 21 Οκτωβρίου του 2000 έγινε πρώτος προπονητής της ομάδας, θέση στην οποία παρέμεινε μόλις 22 μέρες, αφού, στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου έτους κλήθηκε εσπευσμένα να κοουτσάρει την Εθνική Γερμανίας. Στα τέσσερα χρόνια που έμεινε ως προπονητής στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας του, κατάφερε να φτάσει μέχρι τον τελικό του Μουντιάλ (2002) όπου η Γερμανία ηττήθηκε από την Βραζιλία, ενώ το 2004 απομακρύνθηκε από τη θέση του τεχνικού. Αμέσως υπέγραψε συμβόλαιο με τη Ρόμα, στην οποία, όμως, έμεινε ένα μήνα, καθώς η μία ισοπαλία και οι δύο ήττες, στο Πρωτάθλημα, ήταν αρκετά για να απολυθεί. Το 2005 είχε ένα μικρό πέρασμα, για ακόμη μία φορά, από τον πάγκο της Μπάγερ Λεβερκούζεν, ως υπηρεσιακός προπονητής και έκτοτε είναι τεχνικός διευθυντής του συλλόγου.
Πηγή: www.cobrasports.gr Συντάκτης: Κώστας Ρίζος
Meilleures actions de Rudi Voller à l’ OM από quentinomultras