O Ντένις Κιθ Ρόντμαν είναι Αμερικανός πρώην καλαθοσφαιριστής, παλαιστής και ηθοποιός. Γεννήθηκε στο Νιού Τζέρσεϊ των ΗΠΑ στις 13 Μαΐου του 1961. Έχει ύψος 1,98 μέτρα και αγωνιζόταν ως σμολ φόργουρντ και πάουερ φόργουρντ. Επιλέχτηκε στην 27η θέση του ΝΒΑ Ντραφτ το 1986 από τους Ντιτρόιτ Πίστονς. Έχει κατακτήσει πέντε πρωταθλήματα NBA – δύο με τους Ντιτρόιτ Πίστονς τη διετία 1989-1990 και τρία με τους Σικάγο Μπουλς την τριετία 1996-1998.
Μπορεί να είχε υποσχεθεί ότι θα εμφανιστεί στην τελετή εισαγωγής του στο Hall of Fame με φανταχτερό φόρεμα και να μην το έκανε (επειδή η αστυνομία αρνήθηκε να κλείσει τον δρόμο μπροστά από το κτίριο όπου γινόταν η τελετή) αλλά ο Ντένις Ρόντμαν δεν μας απογοήτευσε.
«Αληθινός» όπως θα έλεγαν και τα ελληνικά μεσημεριανάδικα, καταφέρνοντας να αλλάξει συνολάκι στη μέση της τελετής, το «Σκουλήκι» ανήκει πια κι επισήμως στο πάνθεον του μπάσκετ. Εκεί που είναι η θέση του δικαιωματικά. Όχι για τα πολύχρωμα μαλλιά, τα άπειρα piercings, ή τα εκκεντρικά συνολάκια. Ούτε καν για τις περιπέτειές του με τις γυναίκες που τόση δημοσιότητα πήραν κατά καιρούς. Απλώς και μόνο γιατί ήταν, είναι και θα είναι ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών.
Θα σας βάλω στον μαγικό κόσμο του αφιερώματος στον Ντένις Ρόντμαν με τον σωστό τρόπο: από την τελετή εισαγωγής του στο Hall of Fame.
Έκανε την εμφάνισή του στην τελετή με ένα αδιανόητο ασημί λαμέ κουστούμι με ασορτί καουμπόϊκο καπέλο με ασημένια διακοσμητικά και μαύρο φουλάρι με φτερά. Όταν σηκώθηκε για το λόγο του, φορούσε μαύρο κουστούμι με κόκκινες γραμμές και με ασημένιο στρας κεντημένα πάνω του στην πλάτη τα αρχικά των Σικάγο Μπουλς και των Ντιτρόιτ Πίστονς, αλλά και το DR, τα αρχικά του. Ένα ασημένιο κασκόλ δεμένο μπροστά, λευκά παπούτσια του τένις και μια καρφίτσα προς τιμή του Τσακ Ντέιλι.
Ο Ρόντμαν ήταν ο πιο πολύχρωμος παίκτης στην ιστορία του NBA και αυτό δεν αφορά μόνο τα ρούχα, τα μαλλιά ή τα τατουάζ. Σε ένα ιδιαίτερα συντηρητικό πρωτάθλημα ο Ρόντμαν πάντα ξεχώριζε. Και μάλιστα σε εποχές πολύ πιο «δύσκολες» από τις σημερινές. Όμως, ξεχώριζε και αγωνιστικά: 7 συνεχόμενες σεζόν ήταν ο πρώτος ριμπάουντερ του NBA, ενώ είναι 1ος στην ιστορία του NBA συνολικά σε rebound rate με 23.4 αλλά και 1ος στην ιστορία του NBA σε rebound rate σε μια σεζόν με 29.7.
Ο Ρόντμαν δεν μάσησε τα λόγια του στην τελετή. Τα είπε όλα. Από τους 4 ανθρώπους που «μπορεί πάντα να εμπιστεύεται» ως την παραδοχή ότι είναι κακός πατέρας, κακός γιος, κακός σύζυγος, από τις ευχαριστίες στον Ντέιβιντ Στερν «μόνο και μόνο που με άφησε να είμαι σήμερα στο κτίριο» ή που τον ανέχτηκε σε όλη του την καριέρα μέχρι το «δεν έπαιξα ποτέ μπάσκετ για τα λεφτά». Αυτός ήταν ο Ντένις Ρόντμαν. Και αν η εισαγωγή στο Hall of Fame ήταν το τελευταίο κεφάλαιο σε μια πλούσια μπασκετική καριέρα, τότε ήταν ακριβώς ο επίλογος που έπρεπε όπως έπρεπε.
Μόνο και μόνο ο λόγος του θα δείχνει για πάντα ότι ο Ρόντμαν μιλούσε από καρδιάς, θα είναι απόδειξη του λόγου που το «Σκουλήκι» είχε πάντα τόσο πολλούς φανατικούς οπαδούς. Και θα είναι για πάντα το μέτρο σύγκρισης για κάθε συναισθηματικό λόγο εισαγωγής στο Hall of Fame.
Από την αρχή τα μάτια του γέμισαν με δάκρυα και χρειάστηκε τρεις προσπάθειες για να ξεκινήσει, εμφανώς προσπαθώντας να συγκρατήσει τους λυγμούς του. «Περιμένετε», σιωπή, ένα αστείο για την Πένι Μάρσαλ και το ντοκιμαντέρ που του ετοιμάζει, κλάμα και τελικά με φωνή που έτρεμε «δεν έπαιξα το παιχνίδι για τα λεφτά. Δεν έπαιξα το παιχνίδι για να γίνω διάσημος. Αυτό που βλέπετε εδώ είναι περίπου μια ψευδαίσθηση, είμαι αυτός που θέλει να είναι γεμάτος χρώματα».
Η ζωή του σκληρή: «Το παιχνίδι ήταν πολύ καλό μαζί μου. Θα μπορούσα να είμαι οπουδήποτε. Θα μπορούσα να είμαι νεκρός. Θα μπορούσα να είμαι έμπορος ναρκωτικών. Θα μπορούσα να είμαι άστεγος. Ήμουν άστεγος. Πολλοί από εσάς που είστε στο Hall of Fame ξέρετε τι σημαίνει να ζεις εκεί που ζούσα και να προσπαθείς να φύγεις. Το έκανα, χρειάστηκε πολύ σκληρή δουλειά και πολλά εμπόδια στο δρόμο».
Ο πατέρας του ένα μαύρο κεφάλαιο στη ζωή του: «Δεν είχα ποτέ πατέρα. Με άφησε όταν ήμουν 5 χρονών. Έχει 47 παιδιά στις Φιλιππίνες. Εγώ είμαι το μεγαλύτερο. Έγραψε ένα βιβλίο για μένα στο Σικάγο και έβγαλε πολλά λεφτά, αλλά ποτέ δεν ήρθε να μου πει ‘γεια’. Αυτό δεν με σταμάτησε από το να επιβιώσω».
Ένα συγγνώμη προς τη γυναίκα του: «Δεν ήμουν ποτέ καλός πατέρας. Δεν ήμουν καλός σύζυγος. Δεν θα πω ψέματα. Αλλά η γυναίκα μου ανέχτηκε τα πάντα για 11 χρόνια και μεγάλωσε 3 εκπληκτικά παιδιά. Ήταν μητέρα και πατέρας. Εκτιμώ ό,τι έχει κάνει. Όταν κάποιος με ρωτά ‘υπάρχει κάτι που μετανιώνεις από την καριέρα σου ως μπασκετμπολίστα;’ Λέω ‘μόνο ένα πράγμα. Εύχομαι να ήμουν καλύτερος πατέρας’».
Ένα ύψιστος φόρος τιμής στους Πίπεν-Τζόρνταν: «Θέλω να μιλήσω και για δύο ακόμα ανθρώπους. Τον Σκότι Πίπεν και τον Μάικλ Τζόρνταν. Μπορεί να υποτιμώ έτσι την αξία του Αϊζάια Τόμας και του Τζο Ντούμαρς, αλλά ο Τζόρνταν και ο Πίπεν είναι για μένα οι δύο καλύτεροι παίκτες που έπαιξαν ποτέ το παιχνίδι του μπάσκετ».
Οι πιο μεγάλες ευχαριστίες του για τον Φιλ Τζάκσον («ο μοναδικός άνθρωπος που έκλαψε ποτέ για μένα»), τον Τσακ Ντέιλι, τον Τζέρι Μπας ιδιοκτήτη των Λέικερς και τον Τζέιμς Ριτς, που τον πήρε στο σπίτι του όταν η μητέρα του (που ήταν στο ακροατήριο) τον έδιωξε από το δικό της: «Αυτοί είχαν αντίκτυπο στη ζωή μου. Αυτοί ήταν για μένα μέντορας, πατέρας, κάποιος που μπορούσα να θαυμάζω και να πάρω τηλέφωνο κάθε στιγμή της ημέρας. Ήταν για μένα ένας ώμος πάνω στον οποίο έκλαιγα, ένα χέρι που έσφιγγα, ή απλώς κάποιος με τον οποίο μπορούσα να πω αυτό που πραγματικά είχα στο μυαλό μου. Αδιαφορούσαν για τους τύπους, για τα χρώματα και τα όσα έκανα και με έβλεπαν ως έναν άνθρωπο με καλή καρδιά».
Μια ιστορία για το πώς πήγε στους Μπουλς: «Ο Φιλ Τζάκσον μου ζήτησε να έρθω στο σπίτι του Τζέρι Κράουζε. ‘Ντένις, θέλουμε να έρθεις να παίξεις για εμάς. Μπορείς να πας στην κουζίνα και να πεις στον Σκότι συγγνώμη;’. ‘Εντάξει’ είπα ‘θα το κάνω’. Μετά με ρώτησε άλλο ένα πράγμα, ‘Ντένις θες να γίνεις ένας Σικάγο Μπουλ;’ και του απάντησα ‘Πραγματικά δεν με ενδιαφέρει καθόλου’. Τότε ο Φιλ Τζάκσον είπε ‘Καλώς ήρθες στους Σικάγο Μπουλς’».
Και μια «συγγνώμη» για τη μητέρα του: «Ευχαριστώ τη μαμά μου. Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα και με συγχωρείτε που θα πρέπει να γίνει εδώ, στην κεντρική σκηνή. Εγώ και η μητέρα μου ποτέ δεν τα πήγαμε καλά. Δεν ήμουν καλό παιδί όταν ήμουν μικρός. Μετά τα 16 μου δεν ενδιαφερόμουν γι’ αυτή. Εκείνη έκανε 3 δουλειές και κάποια στιγμή με έδιωξε από το σπίτι γιατί δεν άντεχε άλλο. Τη μισούσα για πολύ καιρό. Η μητέρα μου σπάνια με αγκάλιασε ή αγκάλιασε τους αδερφούς μου. Δεν ήξερε πώς. Αλλά τα κατάφερε. Δούλευε σαν σκυλί. Δεν ήμουν σαν τους άλλους παίκτες του NBA που λένε ‘θα φροντίσω τη μητέρα μου’. Ήμουν πολύ εγωιστής, εξαιτίας όσων μου έκανε στη ζωή μου. Αλλά όσο μεγάλωνα τα πράγματα άλλαξαν. Δεν ήμουν ο καλύτερος γιος για σένα τα τελευταία χρόνια, το ξέρεις, αλλά τώρα πια μπορούμε να γελάμε γι’ αυτό. Ελπίζω να μπορώ να σε αγαπάω όπως σε αγαπούσα όταν γεννήθηκα».
Ο επίλογος όπως του άξιζε. Ευγνώμων που είναι ακόμα ζωντανός, με δάκρυα για τη μητέρα του και μια αγκαλιά από τον Φιλ Τζάκσον που στεκόταν δίπλα του σε όλο τον λόγο: «Για πολλά χρόνια έκαιγα το κερί και από τις δύο πλευρές. Γι’ αυτό και εκπλήσσομαι που είμαι ακόμα εδώ». Εδώ ζωντανός, όχι εδώ στο Hall of Fame. Και, πια, για πάντα «ζωντανός» στο πάνθεον του μπάσκετ.
Ο Ντένις Ρόντμαν γεννήθηκε στο Νιου Τζέρσεϊ όπου και έζησε τα πρώτα 3 χρόνια της ζωής του μιας και ο πατέρας του, Φιλάντερ Ρόντμαν, ήταν εκεί πιλότος της αεροπορίας. Όταν ο πατέρας του τους εγκατέλειψε, η μητέρα του μετακόμισε στο Ντάλας, όπου και ο Ρόντμαν μεγάλωσε στο Όουκ Κλιφ, πάμπτωχος και με το μέλλον του να διαγράφεται με ζοφερά χρώματα.
Οι δύο αδερφές του, Ντέμπρα και Κιμ, θεωρούνταν μεγάλα ταλέντα στο μπάσκετ (μάλιστα αμφότερες έγιναν all-Americans στο κολέγιο) και ήταν και οι δύο αρκετά ψηλότερες από τον Ρόντμαν, 1.88 και 1.83, την ώρα που το «Σκουλήκι» ήταν μόλις 1.78 μέχρι σχεδόν τα 19α του γενέθλια. Όταν ξεκίνησε το Λύκειο, ο Ρόντμαν ήταν 1.68 και προφανώς κανείς δεν του έριχνε δεύτερη ματιά στα αθλήματα, ήταν επρόκειτο για μπάσκετ είτε για αμερικάνικο ράγκμπι.
Ο Ρόντμαν ψήλωσε ξαφνικά μετά το τέλος του σχολείου, ο ίδιος λέει ότι πήρε 23 πόντους σε ένα καλοκαίρι και παρότι ένιωθε άβολα με το νέο του σώμα, η αλλαγή ήταν εμφανής και πια είχε το πακέτο για να δείξει τις αθλητικές του ικανότητες αφού «μπορούσα να κάνω πράγματα που πριν ήταν ανέφικτα». Η Λορίτα Ουέστμπρουκ, φίλη της οικογένειας, ήταν που τον “ανακάλυψε” και τον έπεισε να πάει για δοκιμαστικό σε ένα μικρό κολέγιο στο Τέξας, το Cooke County College.
Μέσα σε 10 λεπτά ο Ρόντμαν είχε δεχτεί πρόταση για πλήρη αθλητική υποτροφία από το κολέγιο. Εκεί έπαιξε ένα εξάμηνο όλο κι όλο έχοντας 17.6 πόντους και 13.3 ριμπάουντ, πριν τα παρατήσει, έχοντας κοπεί στα μαθήματα και μη θέλοντας να ασχοληθεί άλλο για να επανέλθει στην ομάδα.
Ο ίδιος είχε αποφασίσει να μην δώσει άλλη ευκαιρία στο μπάσκετ, αλλά οι υπεύθυνοι του κολεγίου του Southeastern Oklahoma State μπόρεσαν μετά από πολλές προσπάθειες και αρκετή τύχη (ο ίδιος ο Ρόντμαν στο βιβλίο του λέει ότι ποτέ δεν απαντούσε στα τηλέφωνά τους και συζήτησε μαζί τους μόνο και μόνο επειδή έτυχε μια φορά να ανοίξει εκείνος την πόρτα όταν πήγαν να τον βρουν και να τον πείσουν) να τον στρατολογήσουν.
Εκεί, σε κολέγιο της NAIA (Εθνικός Οργανισμός Διαπανεπιστημιακών Αθλημάτων) ο Ρόντμαν αναδείχτηκε 3 φορές all-American σε 3 χρόνια και ήταν 1ος ριμπάουντ το 1984-85 και την επόμενη σεζόν. Στις 3 χρονιές του εκεί είχε 25.7 πόντους και 15.7 ριμπάουντ με 63.7% εντός παιδιάς για να κερδίσει το MVP σε καμπ του Πόρτσμουθ και μαζί με αυτό και το ενδιαφέρον των Ντιτρόιτ Πίστονς.
Τα πράγματα δεν ήταν προφανώς εύκολα μέχρι εκεί, καθώς στα 19 του η μητέρα του τον έδιωξε από το σπίτι επειδή δεν έκανε… τίποτα, και έμεινε 6 μήνες στο δρόμο. Κοιμόταν σε φίλους ή ακόμα και στο δρόμο τις νύχτες, ενώ μετά, πιάνοντας δουλειά ως νυχτερινός επιστάτης στο αεροδρόμιο του Ντάλας έκλεψε 50 ρολόγια και συνελήφθη.
Ήταν τυχερός που δεν είχε πουλήσει κανένα, αλλά απλώς τα είχε… χαρίσει «για να αποκτήσω όνομα στην περιοχή» με αποτέλεσμα μετά από μια νύχτα στη φυλακή να πει τα ονόματα όσων τα είχε δώσει. Και οι 50 τα επέστρεψαν στην αστυνομία και έτσι οι κατηγορίες αποσύρθηκαν, αν και έχασε τη δουλειά του.
Όσο φοιτούσε στο κολέγιο της Οκλαχόμα, ο Ρόντμαν ζούσε με την οικογένεια του Μπράιν Ριτς, ενός 13χρονου, ο οποίος έγινε κολλητός φίλος με τον Ρόντμαν. Ο Μπράιν είχε σκοτώσει κατά λάθος σε κυνηγετικό ατύχημα τον καλύτερό του φίλο όταν ήταν 11 ετών και ο Ρόντμαν τον βοήθησε να ξεπεράσει το σοκ. Παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στην άκρως συντηρητική περιοχή (ρατσιστικά σχόλια και επιθέσεις) η φιλία των δύο ήταν που τον κράτησε στο κολέγιο.
Ο Ρόντμαν δήλωσε συμμετοχή στο ντραφτ του 1986 και επιλέχτηκε στο νούμερο 27 (3ο του δεύτερου γύρου) από τους Ντιτρόιτ Πίστονς. Από την αρχή έκανε αισθητή την παρουσία του στη λίγκα, έχοντας 6.5 πόντους και 4.7 ριμπάουντ σε 15.0 λεπτά στη ρούκι σεζόν του. Αυτό που έμεινε σε πολλούς ήταν η κόντρα με τον Ντένις Τζόνσον των Μπόστον Σέλτικς στα πλέι οφς, αλλά και η περίφημη ατάκα για τον «υπερτιμημένο» Λάρι Μπερντ: «Ο Λάρι Μπερντ είναι υπερτιμημένος σε πολλά σημεία. Γιατί παίρνει τόση δημοσιότητα; Γιατί είναι λευκός. Ποτέ δεν ακούς ότι ένας μαύρος παίκτης είναι ο καλύτερος». Η κριτική εναντίον του μετά από αυτό ήταν σφοδρή αλλά απέφυγε το χαρακτηρισμό του ρατσιστή επειδή έλεγε ότι… η κοπέλα του (και μητέρα της πρώτης του κόρης) ήταν λευκή. Περισσότερα για το «κεφάλαιο Μπερντ» αργότερα στο αφιέρωμα.
Τη δεύτερη σεζόν του στη λίγκα ο Ρόντμαν έκανε ρεκόρ καριέρας σε πόντους μέσο όρο με 11.6, έχοντας και 8.7 ριμπάουντ και παίζοντας 26.2 λεπτά ανά αγώνα ξεκινώντας βασικός σε 32 από τα 82 παιχνίδια της χρονιάς. Οι Πίστονς έφτασαν στους τελικούς του NBA, όπου και έχασαν από τους Λέικερς με 4-3 παρότι προηγήθηκαν με 2-3 στις νίκες. Στο καθοριστικό 6ο παιχνίδι ο Ρόντμαν σχεδόν άγγιξε το επιθετικό ριμπάουντ που θα χάριζε τον τίτλο στους Πίστονς, ενώ στο 7ο, παρά τη σκληρή του άμυνα που επέτρεψε στην ομάδα του να επιστρέψει από το -15 ήταν το δικό του άστοχο σουτ στα 39 δευτερόλεπτα που κόστισε στους Πίστονς τον τίτλο.
Η αρχή της κυριαρχίας του «Σκουληκιού» στο NBA ήταν η σεζόν 1988-89. Ο Ρόντμαν έπαιζε 27.0 λεπτά και είχε 9.0 πόντους και 9.4 ριμπάουντ ξεκινώντας σε 8 μόλις ματς βασικός. Ήταν η πρώτη σεζόν που ο μέσος όρος του στα ριμπάουντ ήταν υψηλότερος από τους πόντους κάτι που συνεχίστηκε ως το τέλος της καριέρας του 11 χρόνια αργότερα. Επίσης, παρότι αναπληρωματικός ήταν τόσο καλός που ψηφίστηκε στην καλύτερη αμυντική πεντάδα του NBA, για πρώτη από 8 φορές στην καριέρα του. Στα πλέι οφς υπέφερε από σπασμούς στην πλάτη λόγω ενός τραυματισμού, όμως έπαιξε 17 αγώνες με 24 λεπτά μέσο όρο έχοντας 5.8 πόντους και 10.0 ριμπάουντ, κατεβάζοντας 19 στον 3ο τελικό και βοηθώντας τους Πίστονς στην κατάκτηση του τίτλου.
Δεύτερο πρωτάθλημα το 1989-90, με τον Ρόντμαν να καλύπτει το κενό του Ρίκι Μαχόρν, έχοντας 8.8 πόντους και 9.7 ριμπάουντ, ξεκινώντας βασικός στα τελευταία 43 ματς κανονικής περιόδου και πια έχοντας τον τίτλο του καλύτερου ίσως αμυντικού ρακέτας στο πρωτάθλημα. Κέρδισε τον τίτλου του Καλύτερου Αμυντικού της χρονιάς, σούταρε με 59.5% εντός παιδιάς, το υψηλότερο ποσοστό στη λίγκα, και βοήθησε τα μέγιστα στον 2ο συνεχόμενο τίτλο, παρά το διάστρεμμα από το οποίο υπέφερε στα πλέι οφς.
Το 1990-91 ο Ντένις Ρόντμαν έπαιξε για πρώτη φορά βασικός σε 77 από τα 82 ματς των Πίστονς, ξεκινώντας στα περισσότερα ως… σμολ φόργουορντ! Πλέον, ήταν ο πιο πλήρης αμυντικός του πρωταθλήματος, μπορώντας να μαρκάρει από τον πλέι μέικερ ως τον σέντερ της αντίπαλης ομάδας. Κέρδισε το 2ο βραβείο του Αμυντικού της χρονιάς και τελείωσε τη σεζόν με 8.2 πόντους και 12.5 ριμπάουντ ανά αγώνα. Πάντως, στα πλέι οφς οι Πίστονς αποκλείστηκαν με sweep από τους μετέπειτα πρωταθλητές Σικάγο Μπουλς.
Το 1991-92 σίγουρα αποτελεί χρονιά σταθμό για την καριέρα του Ντένις Ρόντμαν στο NBA. Το παιχνίδι του άλλαξε απίστευτα προς το καλύτερο, ο Ρόντμαν πήγε στα 18.7 ριμπάουντ ανά αγώνα, κέρδισε τον 1ο από τους 7 συνεχόμενους τίτλους πρώτου ριμπάουντ, μάζεψε 1.530 ριμπάουντ, τα περισσότερα που έχει μαζέψει παίκτης από το 1972 και μετά (1.572 ο Τσάμπερλεν το 1971-72) και τον Μάρτιο του 1992 έκανε ρεκόρ καριέρας με 34 ριμπάουντ. Όμως, οι Πίστονς είχαν αρχίσει να χάνουν τη ζωντάνια τους και αποκλείστηκαν στον πρώτο γύρο των πλέι οφς από τους Νικς.
Ο Τσακ Ντέιλι, πατρική φιγούρα για τον Ρόντμαν, παραιτήθηκε τον Μάιο του 1992, ο Ρόντμαν δεν… την πάλευε άλλο στους Πίστονς και δεν πήγε καν στο καμπ προετοιμασίας. Η χρονιά ήταν ακόμα χειρότερη, με την περίφημη σχεδόν αυτοκτονία του ύστερα από το διαζύγιό του, αυτοκτονία που του έφερε… την επιφοίτηση για το ποιος και τι θέλει να είναι στη ζωή του. Περισσότερα για το θέμα αυτό θα πούμε στη συνέχεια του αφιερώματος. Πάντως, παρά τα πολλά προσωπικά προβλήματα, ο Ρόντμαν έκλεισε τη χρονιά και πάλι 1ος ριμπάουντερ του NBA με 18.3 μέσο όρο, αν και έπαιξε 62 αγώνες.
Το κεφάλαιο Πίστονς έμοιαζε να έχει κλείσει για τα καλά και ο Ρόντμαν απαίτησε μετεγγραφή, παρότι είχε ακόμα 3 χρόνια συμβολαίου και σχεδόν 12 εκατομμύριο δολάρια λαμβάνειν. Έτσι, την 1η Οκτώβρη του 1993 μετεγγράφηκε στους Σαν Αντόνιο Σπερς.
Το κεφάλαιο «Σπερς»
Το 1993-94 ο Ρόντμαν πήγε στους Σπερς που είχαν χτιστεί γύρω από τον Ντέιβιντ Ρόμπινσον. Ο Ρόντμαν έπαιξε δίπλα του ως πάουερ φόργουορντ πλέον, κέρδισε τον 3ο συνεχόμενο τίτλο του 1ο ριμπάουντερ της λίγκας με 17.3, αλλά είχε 4.7 πόντους, το χαμηλότερο μέσο όρο ως τότε στην καριέρα του. Βέβαια, ξανά ψηφίστηκε στη δεύτερη καλύτερη αμυντική πεντάδα της χρονιάς και παράλληλα άρχισε να… βγαίνει από το καβούκι του.
Κατά τη διάρκεια της σεζόν ξύρισε το κεφάλι του και μετά το έβαψε ξανθό, ύστερα κόκκινο, μοβ, μπλε και… Demolition Man style. Χτύπησε με κουτουλιά τον Στέισι Κινγκ και τον Τζον Στόκτον, αρνήθηκε να βγει από το παρκέ μετά από αποβολή και βεβαίως απασχόλησε τα μέσα με τον δίμηνο δεσμό του με τη Μαντόνα. Ο Ρόντμαν που όλοι ξέρουμε είχε γεννηθεί!
Στην ομάδα έκανε παρέα μόνο με τον Τζακ Χάλεϊ, ο οποίος ήταν ο μόνος που δεν τον κατέκρινε ύστερα από μια βόλτα σε… γκέι μπαρ. Οι Σπερς έκαναν 55 νίκες στην κανονική περίοδο, αλλά πήγαν άπατοι στα πλέι οφς και αποκλείστηκαν σε 4 αγώνες από τους Τζαζ στον πρώτο γύρο.
Το 1994-95 φαινόταν από νωρίς ότι θα είναι η τελευταία χρονιά του Ρόντμαν στους Σπερς, καθώς η κόντρα του με τη διοίκηση της ομάδας ήταν σφοδρή. Τιμωρήθηκε για τα πρώτα 3 παιχνίδια, πήρε άδεια στη συνέχεια, ξανατιμωρήθηκε και ουσιαστικά εντάχθηκε στην ομάδα μετά τις 10 Δεκέμβρη, έχοντας χάσει 19 αγώνες ως τότε. Αλλά και ύστερα από αυτό η χρονιά είχε λακκούβες. Το ατύχημα με τη μηχανή του που του κόστισε μια εξάρθρωση ώμου τον ανάγκασε να παίξει μόλις σε 49 αγώνες.
Με τόσα λίγα ματς δεν θα έπρεπε να είναι σε καμία στατιστική κατηγορία, αλλά ο τρομερός μέσος όρος των 16.8 ριμπάουντ ανά αγώνα τον έκανε να περάσει το κατώτατο όριο των 800 (μάζεψε 823) και να βγει ξανά, για 4η συνεχόμενη χρονιά, 1ος ριμπάουντερ της λίγκας. Μάλιστα, ψηφίστηκε στην Καλύτερη Αμυντική πεντάδα και πάλι, αλλά και στην 3η καλύτερη πεντάδα του NBA.
Οι Σπερς στα πλέι οφς βρήκαν μπροστά τους το «Όνειρο» με τον Ολάζουον να διδάσκει τον MVP εκείνης της κανονικής περιόδου, Ντέιβιντ Ρόμπινσον, αλλά και τον Ρόντμαν τι εστί… βερίκοκο. Ο Ολάζουον είχε 35.3 πόντους μέσο όρο στη σειρά απέναντι σε Ρόμπινσον και Ρόντμαν (αμφότεροι μέλη της καλύτερης αμυντικής πεντάδας της χρονιάς) και οι Ρόκετς κέρδιαν με 4-2 τη σειρά.
Η τρομερή κόντρα που είχε με τον Ντέιβιντ Ρόμπινσον, για την οποία θα πούμε περισσότερα στη συνέχεια του αφιερώματος, ήταν ουσιαστικά η αφορμή που ήθελαν οι Σπερς για να τον ξαποστείλουν, αλλά και η απάντηση στις… προσευχές του Φιλ Τζάκσον και των Σικάγο Μπουλς, στο δρόμο για την καλύτερη ομάδα όλων των εποχών.
Προς τέρψη του Φιλ Τζάκσον, το καλοκαίρι του 1995 ο Ντένις Ρόντμαν δέχτηκε να μεταπηδήσει στους Μπουλς. Οι Σπερς τον είχαν «τελειωμένο», ο Τζάκσον τον έπεισε και ο Ρόντμαν πήγε στο Σικάγο με αντάλλαγμα τον Ουίλ Περντιού και χρήματα. Βασικός στόχος των Μπουλς να καλύψουν το κενό του Χόρας Γκραντ, που έφυγε το 1994 από την ομάδα. Βασικός στόχος του Ρόντμαν να φύγει από την “αρρώστεια” των Σπερς, όπου πίστευε ότι τον κορόιδευαν και τον χρησιμοποιούσαν σαν προϊόν και μόνο και όχι ως παίκτη και άνθρωπο.
Ήδη 34 χρονών ο Ρόντμαν, μια μεταγραφή ρίσκο και ως προς την ηλικία, αλλά και ως προς τη συμπεριφορά στο γήπεδο. Ο Φιλ Τζάκσον έκανε την πανέξυπνη κίνηση να αποκτήσει και τον Τζακ Χάλεϊ μαζί με τον Ρόντμαν, μοναδικό του φίλο από τους Σπερς, ενώ Τζόρνταν και Πίπεν δέχτηκαν το «Σκουλήκι» με ανοιχτές αγκάλες. Μπορεί οι Μπουλς να κρέμονταν σε λεπτές ισορροπίες, αλλά όντως οι ισορροπίες έμοιαζαν τέλειες.
Οι δυο αστέρες ήξεραν ότι στο παρκέ ο Ρόντμαν τους προστάτευε από τα πάντα, ενώ εκείνοι, δασκαλεμένοι από τον Τζάκσον, ήταν πάντα εκεί για να προστατεύσουν τον Ρόντμαν από τον εκρηκτικό εαυτό του. Ξεκίνησε βασικός σε 57 από τα 64 παιχνίδια του 1995-96, είχε 5.5 πόντους και 14.9 ριμπάουντ, για να πάρει τον 5ο συνεχόμενο τίτλο 1ου ριμπάουντερ στη λίγκα και να βοηθήσει τους Μπουλς να γίνουν η καλύτερη ομάδα όλων των εποχών με το αδιανόητο ρεκόρ του 72-10.
«Μέσα στο παρκέ εγώ και ο Μάικλ είμαστε αρκετά ήρεμοι και μπορούμε να συζητάμε. Αλλά όσον αφορά στις ζωές μας αυτός πηγαίνει προς τη μία κατεύθυνση κι εγώ προς την άλλη. Εννοώ, αυτός πηγαίνει βόρεια κι εγώ νότια. Και μετά έχεις τον Σκότι Πίπεν ακριβώς στη μέση. Είναι ο ισορροπιστής μας», έχει πει ο Ρόντμαν για τη συνεργασία του με το θρυλικό δίδυμο του Σικάγο.
Έχασε αρκετά ματς στην αρχή της χρονιάς λόγω ενός προβλήματος τραυματισμού στη γάμπα, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε από το να κατεβάσει περισσότερα από 20 ριμπάουντ σε 11 αγώνες, ενώ στις 16 Ιανουαρίου του 1996 έκανε και το πρώτο του triple-double στην καριέρα του με 10 πόντους, 21 ριμπάουντ και 10 ασίστ. Εκείνη τη χρονιά οι Μπουλς δεν είχαν αντίπαλο. Τζόρνταν, Πίπεν και Ρόντμαν επιλέχτηκαν στην Καλύτερη Αμυντική πεντάδα, για πρώτη φορά στην ιστορία του NBA τρεις παίκτες από την ίδια ομάδα βρίσκονταν εκεί. Βέβαια, δεν έλειψαν και οι άσχημες στιγμές, όπως η κουτουλιά του Ρόντμαν στον διαιτητή Τεντ Μπέρνχαρντ, που του κόστισε 6 παιχνίδια αποκλεισμό και 20.000 δολάρια πρόστιμο, τιμωρία που κατακρίθηκε ως πολύ απαλή.
Στους τελικούς του NBA ο Ρόντμαν έκανε ένα ακόμα ρεκόρ. Στο 2ο ματς με τους Σιάτλ Σουπερσόνις πήρε 20 ριμπάουντ, ανάμεσά τους 11 επιθετικά, ενώ στο 6ο πήρε 19 ριμπάουντ, με 11 ξανά επιθετικά, ενώ έβαλε και 5 πόντους σε ένα 12-2 των Μπουλς που έκρινε το ματς, βγάζοντας τον Κεμπ εκτός αγώνα. Μετά τους τελικούς ο Τζορτζ Καρλ είπε: «Εκτιμώντας τη σειρά ο Ντένις Ρόντμαν κέρδισε δύο αγώνες. Μπορέσαμε να τον ελέγξουμε σε 4 ματς, αλλά στο 2ο και το αποψινό ήταν ο λόγοςπ ου κέρδισαν». Τα 11 επιθετικά που κατέβασε δύο φορές ο Ρόντμαν είναι ως και σήμερα ρεκόρ στους τελικούς του NBA, το οποίο μοιράζεται με τον Έλβιν Χέιζ. Πολλοί ήταν εκείνοι, μάλιστα, που είπαν ότι ο Ρόντμαν ήταν ο πραγματικός MVP εκείνων των τελικών…
Εξίσου καλός και τη σεζόν 1996-97 ο Ρόντμαν, με 16.7 ριμπάουντ ανά αγώνα πήρε τον 6ο του συνεχόμενο τίτλο 1ου ριμπάουντερ στο NBA, αλλά η πιο «διάσημη» στιγμή της σεζόν ήταν το περιστατικό με τον καμεραμάν Γιουτζίν Έιμος. Σε ματς κόντρα στους Τίμπεργουλβς στις 15 Ιανουαρίου 1997, ο Ρόντμαν σκόνταψε πάνω στον Έιμος και έπεσε στο παρκέ, για να τον κλοτσήσει μετά στη βουβωνική χώρα. Για την ενέργειά του αυτή τιμωρήθηκε με 11 παιχνίδια αποκλεισμό από τη λίγκα, ενώ αναγκάστηκε να πληρώσει 200.000 δολάρια αποζημίωση στον Έιμος.
Στην σεζόν είχε και κάποια προβλήματα με τα γόνατά του, που του κόστισαν 13 παιχνίδια, ενώ στα πλέι οφς αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα απέναντι στον Καρλ Μαλόουν. Παρόλα αυτά κέρδισε τον 2ο τίτλο του με τους Σικάγο Μπουλς και αποφάσισε να ασχοληθεί… με το wrestling.
Μαζί με τον φίλο του Χαλκ Χόγκαν έπαιξε στο WCW, χάνοντας σε ομαδικό ματς από τους Λεξ Λούγκερ και The Giant. Οι Μπουλς δεν είχαν… ξετρελαθεί με την απόφαση αυτή του Ρόντμαν, αλλά με τον Τζάκσον στη μέση, είχε ξεκάθαρα βρεθεί ισορροπία στις σχέσεις των δύο πλευρών.
Το 1997-98 ο Ρόντμαν ήταν ήδη 37 ετών, αλλά μπόρεσε να πάρει τον 7ο συνεχόμενο τίτλο 1ου ριμπάουντερ, με 15.0 ανά αγώνα. Ξανά πήρε πάνω από 20 ριμπάουντ 11 φορές, ενώ κατέβασε 29 σκουπίδια εναντίον των Χοκς και 25 με 15 επιθετικά εναντίον των Κλίπερς.
Η ομάδα εκείνη των Μπουλς ήταν ομάδα φαινόμενο στην ιστορία του NBA, καθώς ο Τζόρνταν ήταν 35, ο Ρόντμαν 37 και ο Πίπεν 33 στα πλέι οφς. Όμως, και πάλι οι Μπουλς πήραν τον τίτλο, παρά τη γερασμένη ομάδα τους. Όχι βέβαια χωρίς συγκινήσεις. Μετά από τρία πολύ καλά παιχνίδια στους τελικούς στα οποία ο Ρόντμαν έκλεισε τον Μαλόουν, το «Σκουλήκι» αποφάσισε να… πάει για wrestling πριν τον 4ο τελικό με τον Χαλκ Χόγκαν, αφήνοντας την ομάδα στα κρύα του λουτρού μη πηγαίνοντας στην προπόνηση μετά το αδιανόητο 96-54 των Μπουλς.
Οι Μπουλς τον τιμώρησαν με 20.000 δολάρια, αλλά από τον αγώνα με τον Χόγκαν έβγαλε πάνω από 200.000 δολάρια. Πεισμωμένος, κατάφερε να περιορίσει τον Μαλόουν και στον 4ο τελικό, βουλώνοντας στόματα, σκοράροντας και 2 βολές στο τέλος, που ουσιαστικά έκριναν το ματς.
Ο Μαλόουν στα 4 πρώτα ματς είχε 20.0 πόντους μέσο όρο με 32/73 σουτ εντός παιδιάς, την ώρα που στη σεζόν είχε πάνω από 27.0 πόντους μέσο όρο με 53% εντός παιδιάς. Ο Μαλόουν μπόρεσε να σκοράρει 39 πόντους στον 5ο τελικό, οι Τζαζ μείωσαν σε 3-2, αλλά η συνέχεια είναι γνωστή με τον Τζόρνταν να σκοράρει πάνω από τον ξαπλωμένο στο παρκέ Μπράιον Ράσελ για το 3ο συνεχόμενο δαχτυλίδι και το 5ο συνολικά του Ρόντμαν.
Μετά τους τελικούς ο Ρόντμαν μαζί με τον Χαλκ Χόγκαν αγωνίστηκαν στο wrestling με τους Καρλ Μαλόουν και Diamond Dallas Page σε έναν αγώνα που οι δύο αστέρες μονομάχησαν για 23 λεπτά και οι δημοσιογράφοι δεν σταμάτησαν το… δούλεμα για πολύ καιρό.
Κάπου εκεί βγήκε και το Bas As I Wanna Be, η αυτοβιογραφία του Ρόντμαν, που έμεινε 10 εβδομάδες στη λίστα με τα best-seller των New York Times και θεωρείται ως σήμερα μια από τις καλύτερες αυτοβιογραφίες που έχουν γραφτεί ποτέ: «αληθινή», χωρίς ωραιοποιήσεις και απίστευτα ενδιαφέρουσα. Ο Ρόντμαν έκανε τότε την περίφημη εμφάνιση με νυφικό για να την προωθήσει.
Λέικερς, Μάβερικς και τέλος
Οι Μπουλς… αυτοκαταστράφηκαν μετά το τέλος εκείνης της περιόδου, αφού ο Τζέρι Κράουζε αποφάσισε να ξαναχτίσει την ομάδα από την αρχή επειδή ο Τζόρνταν αποσύρθηκε. Φιλ Τζάκσον, Τζόρνταν, Πίπεν, Κερ έφυγαν, οι Μπουλς έκαναν 10 χρόνια να συνέλθουν, ενώ και ο Ρόντμαν δεν έμεινε πολύ. Το λοκ άουτ τον βρήκε στο Σικάγο, αλλά στις 21 Ιανουαρίου 1999 μεταπήδησε στους Λος Άντζελες Λέικερς πριν την αρχή της κουτσουρεμένης σεζόν.
Εκεί έπαιξε 23 παιχνίδι πριν αφεθεί ελεύθερος, αφού δεν έδειχνε να αντέχει ή να αντέχεται από την ομάδα. Παρόλα αυτά πρόλαβε να έχει 11.2 ριμπάουντ μέσο όρο στα 23 αυτά παιχνίδια.
Η τελευταία του χρονιά στο NBA ήταν το 1999-2000 όταν και έπαιξε 12 ματς για τους Ντάλας Μάβερικς.
Ο ίδιος είχε πει ότι δεν έπρεπε ποτέ να γυρίσει στο Ντάλας, όπου και μεγάλωσε, αλλά το έκανε το… λάθος. Παρότι είχε 14.3 ριμπάουντ ανά αγώνα, εμφανιζόταν αδιάφορος εκτός παρκέ, αποβλήθηκε σε δύο ματς, μάλωνε με όλους στην ομάδα και τελικά αποδεσμεύτηκε λόγω έλλειψης κινήτρου.
Πάντως, σίγουρα αποτελεί ένα μικρό αλλά ξεκάθαρο δείγμα των απίστευτων αθλητικών ικανοτήτων του Ρόντμαν το γεγονός ότι στα 38 του μπορούσε να παίζει 32,4 λεπτά ανά αγώνα και να κατεβάζει 14.3 ριμπάουντ, αριθμοί που άλλοι παίκτες δεν διανοούνται ούτε όταν είναι 5-10 χρόνια μικρότεροι του 38χρονου τότε Ρόντμαν.
Μετά το NBA
Μετά το NBA ο Ρόντμαν παράτησε το μπάσκετ και αφοσιώθηκε στην καριέρα του ως ηθοποιού και στο wrestling. Όμως, δεν προχώρησε σε ανώτερο επίπεδο στο wrestling, αλλά προτίμησε να γίνει πρόεδρος της Λίγκας Αμερικάνικου Ποδοσφαίρου με Εσώρουχα το 2005.
Το σαράκι του μπάσκετ τον έτρωγε πάντα, οπότε το 2003-04 έπαιξε στο νέο ABA ελπίζοντας κάποια ομάδα του NBA να τον καλέσει. Το ίδιο έκανε και το 2004-05 αλλά και το 2005-06. Ποτέ δεν έπαιξε ξανά στο NBA, αλλά το 2006 έπαιξε τρία ματς στους Μπράιτον Μπέαρς της Βρετανίας.
Την άνοιξη του 2006 έπαιξε μαζί με άλλους παλιούς αστέρες του NBA (Ντάριλ Ντόκινς, Κέβιν Ουίλις, Κάλβιν Μέρφι, Άλεξ Ίνγκλις) στις Φιλιππίνες, έχοντας 5 πόντους και 18 ριμπάουντ και 3 πόντους και 16 ριμπάουντ στα δύο ματς επίδειξης εκεί (με ομάδα παλιών αστέρων της χώρας και την εθνική).
Το 2005 είχε παίξει και ένα ματς με τον Τόρπαν Πόγιατ της Φινλανδίας, ενώ τότε δημοσίευσε και τη δεύτερη αυτοβιογραφία του, το «I should be dead by now» την οποία προώθησε φωτογραφιζόμενος μέσα σε φέρετρο.
Μιλώντας για την καριέρα του Ντένις Ρόντμαν και πριν φτάσουμε στα όσα έχει πει (ή γράψει στα βιβλία του) κατά καιρούς, γίνεται ξεκάθαρο ότι το «Σκουλήκι» είναι ένας από τους πιο σημαντικούς παίκτες στην ιστορία. Ο ίδιος έχει πει ότι θεωρεί τον εαυτό του καλύτερο ριμπάουντερ στην ιστορία του μπάσκετ, καλύτερο και από τον Τσάμπερλεν, ο οποίος τελείωσε 12 συνεχόμενες χρονιές της καριέρας του με μέσο όρο ριμπάουντ πάνω από 20.0.
Μπορεί η άποψη του Ρόντμαν να φαντάζει αιρετική, αλλά με μια δεύτερη ματιά ίσως και να μη φαίνεται τόσο παράλογη. Είναι αλήθεια ότι ο Τσάμπερλεν ήταν αρκετά ψηλότερος από τους περισσότερους αντιπάλους του όταν έπαιζε, ενώ ο Ρόντμαν αρκετά κοντύτερος από τους πιο πολλούς παίκτες ρακέτας, ενώ είναι επίσης αλήθεια ότι το συνολικό ποσοστό ευστοχίας στη λίγκα ήταν περίπου 15% χαμηλότερο την εποχή που έπαιζε ο Τσάμπερλεν από την εποχή που έπαιζε ο Ρόντμαν, οπότε υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες για ριμπάουντ.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Ρόντμαν έφερε επανάσταση στον τομέα των ριμπάουντ. Είναι ο μόνος παίκτης στην ιστορία που έχει υψηλότερο μέσο όρο ριμπάουντ απ’ ότι πόντων σε 12 από τις 14 χρονιές του στη λίγκα. Είναι ο μόνος παίκτης που ασχολιόταν τόσο «φανατικά» με αυτόν τον τομέα του παιχνιδιού, ο μόνος που έχει επηρεάσει τόσο πολύ το άθλημα του μπάσκετ χωρίς καν να ενδιαφέρεται να σουτάρει.
Μοναδικό φαινόμενο και η παρακάτω… αριθμολαγνεία αρκεί για να πειστεί και ο πλέον δύσπιστος. Μην κρατήσετε την ανάσα σας όσο διαβάζετε τα ρεκόρ του Ρόντμαν, γιατί θα πάρει κάμποση ώρα… Απλώς απολαύστε τα απαράμιλλα κατορθώματά του:
Ο Ντένις Ρόντμαν είναι ο μόνος παίκτης στην ιστορία του μπάσκετ που έχει αναδειχτεί 1ος ριμπάουντερ του πρωταθλήματος για 7 συνεχόμενες περιόδους, από το 1992 ως το 1998, ενώ μια χρονιά (1988-89) ήταν πιο εύστοχος παίκτης στο πρωτάθλημα με 59.5%.
Έχει αναδειχτεί 5 φορές πρωταθλητής NBA (ο 1ος παίκτης στην ιστορία που το κατάφερε με 2 διαφορετικές ομάδες), 2 φορές Καλύτερος Αμυντικός της Χρονιάς (1990, 1991), 7 φορές στην Καλύτερη Αμυντική Πεντάδα (1989-93, 1995, 1996), 1 φορά στη Δεύτερη Καλύτερη Αμυντική Πεντάδα (1994), 2 φορές στην Τρίτη Καλύτερη Πεντάδα (1992, 1995), ενώ συμμετείχε 2 φορές σε all-star game (1990, 1992).
Το 1991-92 πήρε τουλάχιστον 20 ριμπάουντ σε 39 από τους 80 αγώνες που ξεκίνησε βασικός και τουλάχιστον 10 ριμπάουντ σε 77 από τους 80. Τις 7 χρονιές που βγήκε 1ος ριμπάουντερ της λίγκας είχε και τις 7 τα περισσότερα ματς με τουλάχιστον 20 ριμπάουντ από όλους τους άλλους παίκτες στο NBA.
Στις 10 καλύτερες βραδιές της καριέρας του στα ριμπάουντ, η εκάστοτε ομάδα του κέρδισε και τις 10 φορές. Ρεκόρ του τα 34 ριμπάουντ στις 4 Μαρτίου του 1992 εναντίον των Ιντιάνα Πέισερς, οι οποίοι πήραν 38 ριμπάουντ στο ματς (όλη η ομάδα, όχι ένας παίκτης)!
Πέντε φορές στην καριέρα του πήρε πάνω από 30 ριμπάουντ, ενώ υπάρχει αγώνας που πήρε 27 ριμπάουντ και ολόκληρη η αντίπαλη ομάδα πήρε 29, με τον Ρόντμαν να έχει 18 αμυντικά και ολόκληρη η αντίπαλη ομάδα 17 (οι Τίμπεργουλβς του 1991-92).
Σε 167 ματς της καριέρας του έχει πάρει τουλάχιστον 20 ριμπάουντ, ενώ σε 713 από τα 911 έχει πάρει τουλάχιστον 10. Αυτό το νούμερο από το 1990-91 και ως το 1997-98 (δηλαδή απ’ όταν άρχισε να παίζει βασικός ως και το τέλος των Μπουλς) είναι 493 αγώνες με τουλάχιστον 10 ριμπάουντ από τους 553 που συνολικά έπαιξε!
Ρεκόρ στην ιστορία των ομάδων που έπαιξε
Κατέχει 32 διαφορετικά ρεκόρ στα ριμπάουντ στην ιστορία των 3 πρώτων ομάδων που έπαιξε στο NBA.
Έχει τα ρεκόρ στην ιστορία των Πίστονς για ριμπάουντ σε μια σεζόν (1.530), μέσο όρο ριμπάουντ σε μια σεζόν (18.7), ριμπάουντ σε έναν αγώνα (34), ριμπάουντ σε ένα ημίχρονο (21), μέσο όρο επιθετικών ριμπάουντ (4.4), σύνολο επιθετικών ριμπάουντ σε μια σεζόν (523), μέσο όρο επιθετικών ριμπάουντ σε μια σεζόν (6.4), επιθετικά ριμπάουντ σε ένα παιχνίδι (18), επιθετικά ριμπάουντ σε ημίχρονο (11), αμυντικά ριμπάουντ σε μια σεζόν (1.007), μέσο όρο αμυντικών ριμπάουντ σε μια σεζόν (12.34), αμυντικά ριμπάουντ σε έναν αγώνα (22).
Έχει τα ρεκόρ στην ιστορία των Σπερς σε ριμπάουντ σε μια σεζόν (1.367), μέσο όρο ριμπάουντ σε μια σεζόν (17.3), ριμπάουντ σε έναν αγώνα (32), ριμπάουντ σε ένα ημίχρονο (20), ριμπάουντ σε ένα δωδεκάλεπτο (15), επιθετικά ριμπάουντ σε μια σεζόν (453), μέσο όρο επιθετικών ριμπάουντ σε μια σεζόν (5.3), επιθετικά ριμπάουντ σε ένα ημίχρονο (10), αμυντικά ριμπάουντ σε μια σεζόν (914), μέσο όρο αμυντικών ριμπάουντ σε μια σεζόν (11.6), αμυντικά ριμπάουντ σε ένα παιχνίδι (23) και αμυντικά ριμπάουντ σε ένα ημίχρονο (13).
Έχει τα ρεκόρ στην ιστορία των Μπουλς σε ριμπάουντ σε μια σεζόν (1.201), μέσο όρο ριμπάουντ σε μια σεζόν (16.1), ριμπάουντ σε ένα δωδεκάλεπτο (14), ριμπάουντ σε παράταση (5), επιθετικά ριμπάουντ σε μια σεζόν (421), επιθετικά ριμπάουντ σε ένα ημίχρονο (10), επιθετικά ριμπάουντ σε παράταση (3), αμυντικά ριμπάουντ σε μια σεζόν (780).
Τέλος, έχει 44 διαφορετικά ρεκόρ στην ιστορία 13 διαφορετικών ομάδων του NBA (Χοκς, Μαβς, Νάγκετς, Ρόκετς, Πέισερς, Χιτ, Τίμπεργουλβς, Χόρνετς, Μάτζικ, Κινγκς, Τζαζ, Ουίζαρντς) ως αντίπαλος, που όλα αφορούν τα ριμπάουντ.
Ο καλύτερος όλων των εποχών;
Έχει το ρεκόρ NBA για επιθετικά ριμπάουντ σε πλέι οφς και τελικούς (μαζί με τον Έλβιν Χέιζ) με 11 και επιθετικά ριμπάουντ σε ένα ημίχρονο (7) και ένα δωδεκάλεπτο (7). Το έκανε στις 7 Ιουνίου 1996 με τους Μπουλς εναντίον των Σουπερσόνικς.
Είναι ο μοναδικός παίκτης που έχει πάρει 7 συνεχόμενους τίτλους πρώτου ριμπάουντερ στο NBA.
Είναι ο γηραιότερος παίκτης που έχει κερδίσει ποτέ τίτλο πρώτου ριμπάουντερ στη λίγκα, καθώς ήταν 36 ετών και 341 ημερών στις 19 Απριλίου 1998 που πήρε τον τελευταίο του τίτλο.
Έχει το καλύτερο rebound rate καριέρας στην ιστορία του NBA με 23.4% (το rebound rate υπολογίζει το ποσοστό των ριμπάουντ που παίρνει ένας παίκτης ανάλογα με τα λεπτά που παίζει και το σύνολο των ριμπάουντ που έχουν παρθεί από τις δύο ομάδες στο διάστημα αυτό και υπάρχει ως στατιστικό στο NBA από το 1970-71).
Έχει το καλύτερο rebound rate στην ιστορία του NBA για μια σεζόν με 29.7% το 1994-95. Είναι ο μόνος παίκτης στην ιστορία του NBA που επί 8 (συνεχόμενες) σεζόν είχε το καλύτερο rebound rate στο πρωτάθλημα. Κανείς άλλος δεν το έχει κάνει 8 χρονιές, πόσο μάλλον συνεχόμενες.
Είναι ένας από τους 6 παίκτες στην ιστορία του NBA που έχει περισσότερες από μία σεζόν με τουλάχιστον 18 ριμπάουντ μέσο όρο (Τσάμπερλεν, Ράσελ, Λούκας, Πέτιτ και Θέρμοντ οι άλλοι).
Είναι ένας από τους 2 παίκτες στην ιστορία του NBA που έχει τουλάχιστον 500 επιθετικά ριμπάουντ σε μια σεζόν (523 το 1991-92, ο άλλος ο Μόουζες Μαλόουν).
Είναι ένας από τους 3 παίκτες στην ιστορία του NBA που έχουν περισσότερα από 400 επιθετικά ριμπάουντ σε περισσότερες από μία σεζόν (3 φορές, οι άλλοι ο Μ. Μαλόουν και ο Λάρι Σμιθ).
Είναι ένας από τους 3 παίκτες στην ιστορία του NBA που έχει ξεπεράσει τα 1.000 αμυντικά ριμπάουντ σε μια σεζόν (1.007 το 1991-92, οι άλλοι ο Έλβιν Χέιζ και ο Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ).
Είναι 2ος στην ιστορία του NBA σε σύνολο σεζόν που βγήκε 1ος ριμπάουντερ, 1ος επιθετικός ριμπάουντ, σε συνεχόμενες σεζόν που βγήκε 1ος επιθετικός ριμπάουντ και σε ποσοστό καριέρας επιθετικών ριμπάουντ ανά παιχνίδι (4.8).
Ο καλύτερος από το 1973, «περίπατος» από το 1984 και μετά
Έχει τον καλύτερο μέσο όρο καριέρας στα ριμπάουντ από κάθε άλλο παίκτη από το 1973 και μετά (13.1) και μάλιστα κατά τη διάρκεια της καριέρας του έπαιζε ξεκάθαρα λιγότερο από όλους κοντινούς του στη λίστα (μόλις 31.7 λεπτά ανά αγώνα).
Έχει τις 2 πρώτες σεζόν με τον υψηλότερο μέσο όρο στα ριμπάουντ από το 1973 και μετά (1991-92 με 18.7 και 1992-93 με 18.3), ενώ δικές του είναι οι 5 από τις καλύτερες 8 επιδόσεις σεζόν. Μάλιστα, κοιτώντας τη λίστα με τις καλύτερες σεζόν σε ριμπάουντ από το 1979 και μετά, ο Ρόντμαν έχει τις 5 πρώτες επιδόσεις!
Έχει τον υψηλότερο μέσο όρο καριέρας στα ριμπάουντ από κάθε άλλον από το 1973 και μετά, αλλά και τον υψηλότερο μέσο όρο ριμπάουντ σε μια σεζόν από το 1972 και μετά.
Έχει το ρεκόρ NBA για περισσότερα ριμπάουντ από παίκτη που δεν ξεκίνησε βασικός (25), και για περισσότερα επιθετικά ριμπάουντ από παίκτη που δεν ξεκίνησε βασικός (14). Το στατιστικό ισχύει από το 1980-81, αλλά πιθανότατα είναι αληθινό για όλη την ιστορία του NBA.
Είναι ο μοναδικός παίκτης από το 1973 και μετά που έχει ξεπεράσει τα 1.500 ριμπάουντ σε μια σεζόν (1.530 το 1991-92) και ένας από τους 5 στην ιστορία της λίγκας που το έχουν καταφέρει (Τσάμπερλεν, Ράσελ, Λούκας και Πέτιτ οι άλλοι 4).
Είναι ο μοναδικός παίκτης από τη σεζόν 1973-74 που έχει κατεβάσει 30 ή περισσότερα ριμπάουντ σε 5 αγώνες (κανείς άλλος πάνω από 3).
Έχει τα περισσότερα παιχνίδια στην καριέρα του με τουλάχιστον 25 ριμπάουντ σε όλο το NBA από το 1984-85. Το κατάφερε 33 φορές, κανείς άλλος δεν το έχει κάνει πάνω από 6.
Έχει τα περισσότερα παιχνίδια σε μια σεζόν με τουλάχιστον 25 ριμπάουντ από το 1984-85 με 12, ενώ στη συγκεκριμένη λίστα είναι επίσης… 2ος, 3ος, 4ος και 5ος.
Έχει στην καριέρα του 167 αγώνες με τουλάχιστον 20 ριμπάουντ. Κανείς άλλος δεν το έχει κάνει από το 1984-85, δεύτερος στη λίστα είναι ο Μπάρκλεϊ με 56.
Έχει 39 αγώνες με τουλάχιστον 20 ριμπάουντ σε μια σεζόν. Κανείς άλλος δεν το έχει κάνει από το 1984-85, ενώ ο Ρόντμαν κατέχει τις καλύτερες 4 επιδόσεις στον τομέα αυτόν.
Πρωτιά και στη λίστα με τα περισσότερα παιχνίδια με τουλάχιστον 15 ριμπάουντ από το 1984-85, αφού έχει 410 και ο δεύτερος στη λίστα είναι ο Σακίλ Ο’ Νιλ με 294.
Πρωτιά και στη λίστα με τα περισσότερα παιχνίδια σε μια σεζόν με τουλάχιστον 15 ριμπάουντ από το 1984-85, έχοντας 66.
Από το 1984-85 κανείς άλλος δεν έχει 77 παιχνίδια σε μια σεζόν με τουλάχιστον 10 ριμπάουντ, όσα είχε ο Ρόντμαν το 1991-92.
Δύο φορές στην καριέρα του, μια με τους Πίστονς και μια με τους Σπερς έχει 7 συνεχόμενα παιχνίδια με τουλάχιστον 20 ριμπάουντ, κάτι που κανείς δεν έχει καταφέρει ούτε μια φορά από το 1984-85.
Είναι ο παίκτης από το 1984-85 με τα περισσότερα συνεχόμενα παιχνίδια με τουλάχιστον 15 ριμπάουντ, 24 συνεχόμενοι αγώνες.
Συνεχίζουμε το αφιέρωμα στον Ντένις Ρόντμαν με ατάκες που έχει κατά καιρούς πει ή έχει γράψει στα βιβλία του. Λόγω της πολύ μεγάλης έκτασης, το κομμάτι το χωρίσαμε σε δύο άρθρα, με το πρώτο να παρουσιάζεται σήμερα και το δεύτερο αύριο. Το «Σκουλήκι», προσωνύμιο που απέκτησε ο Ρόντμαν στην παιδική του ηλικία, από τον τρόπο που κύρτωνε το σώμα του όταν έπαιζε ηλεκτρονικά, είναι απολαυστικό και στα δύο κομμάτια…
Ο Ρόντμαν αναφέρει τον Απρίλη του 1993 ως το σημείο αλλαγής στη ζωή του: «Κάθισα στο φορτηγάκι μου με μια καραμπίνα στα γόνατά μου, προσπαθώντας να αποφασίσω αν πρέπει να αυτοκτονήσω. […] Κοιτάζοντας την ατελείωτη άσφαλτο και το τεράστιο άδειο κτίριο (σ.σ. το γήπεδο των Πίστονς) ανακάλυψα ότι ήμουν έτοιμος να την μπουμπουνίσω προκειμένου να αποφύγω να γίνω αυτό που γινόμουν. Η ζωή μου […] κατέρρεε και με πλάκωνε επειδή δεν μπορούσα να συνεχίσω να είμαι αυτός που ήθελαν όλοι να είμαι. […] Ήμουν μόνος, αδερφέ μου, ολομόναχος» αλλά τελικά αποφάσισε: «να μην προδώσω τον εαυτό μου» και «πυροβόλησα τον απατεώνα. Σκότωσα τον Ντένις Ρόντμαν που είχε προσπαθήσει να συμμορφωθεί με αυτό που περίμεναν οι άλλοι από αυτόν». Ο ίδιος λέει ότι «Χάρη σ’ εκείνη τη νύχτα ο Ντένις Ρόντμαν που βλέπετε είναι το πρωτότυπο, είναι αυτός που έπρεπε να βλέπατε εξαρχής».
«Ήξερα ότι αν δεν έπαιζα μπάσκετ θα ήμουν ένας ακόμα αράπης. […] Όταν ήμουν είκοσι, αυτοί οι άνθρωποι θα άλλαζαν πεζοδρόμιο για να με αποφύγουν. Τώρα μαζεύονται γύρω μου, προσπαθώντας να πάρουν αυτόγραφο. Τρίχες, δεν με ξεγελάνε εμένα αυτά».
Για το ντραφτ του 1986: «Ο τύπος που ήταν μια επιλογή πριν από εμένα ήταν ο Γκρεγκ Ντράιλινγκ, ένας σέντερ ύψους 2.13 απ’ το Κάνσας με μέσο όρο 2.2 πόντους και 2.2 ριμπάουντ στην καριέρα του στο NBA. Δεν μπορώ να πω, τουλάχιστον είναι σταθερός».
Για το γεγονός ότι κανείς δεν τον ήξερε στο ντραφτ: «Γούσταρα που μπήκα ως κάποιος που δεν τον ήξερε ούτε η μάνα του. Δεν μ’ ένοιαζε. Κατά τη διάρκεια της πρώτης μου προετοιμασίας με τους Πίστονς με πλησίασε ένας τηλεπαρουσιαστής ύστερα από μια προπόνηση και με ρώτησε ‘Εσύ ποιος είσαι;’. Σήκωσα το βλέμμα μου πάνω του και είπα ‘Είμαι ο κανένας, κι έρχομαι κατευθείαν απ’ το πουθενά’».
Για τον τρόπο που αντιμετωπίζει το NBA τους παίκτες: «Στην περίπτωσή μου τίποτα δεν τους αρκεί. Δεν είμαι παρά ένας σκλάβος του αθλήματος. Όλους μας χρησιμοποιούν σ’ αυτή τη δουλειά και μερικοί τύποι μπορούν να κάθονται και να ανέχονται το ξεπούλημα – πουλάνε την ψυχή τους για τα λεφτά του NBA. Λυπάμαι, εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Το NBA θέλει να είμαστε όλοι ίδιοι. Θέλουν να γεμίσει η κατηγορία με τύπους που δε λένε ποτέ κάτι αμφιλεγόμενο και που δεν κάνουν ποτέ κάτι που το NBA θεωρεί κακό για το άθλημα. Και περνάει το δικό τους επειδή οι περισσότεροι παίκτες στο NBA έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου ώστε να σκέφτονται κι αυτοί έτσι».
«Ο Ντέιβιντ Στερν και η Ομοσπονδία πολύ θα γούσταραν να εξαφανιζόμουν. […] Δεν θα είχαν πια την έγνοια τι μπορεί να κάνω πάλι για να αμαυρώσω την ιερή εικόνα του NBA».
Για τον Γκραντ Χιλ και την προπαγάνδα πίσω από το όνομά του: «Το NBA αποφασίζει ποιοι θα είναι οι εκλεκτοί. Όταν ο Γκραντ Χιλ αποφοίτησε από το Ντιουκ τον έχρισαν αμέσως. […] Ταίριαζε απόλυτα στην εικόνα του παίκτη του NBA. […] Τον ήξεραν οι πάντες. Όλοι τον αγαπούσαν. Είχε τη σωστή εμφάνιση. Ο πατέρας του ήταν σπουδαίος επαγγελματίας παίκτης του φούτμπολ. Η μητέρα του ήταν μεγαλοδικηγόρος στην Ουάσινγκτον. Ο ίδιος ήταν ευφραδής κι ζωή του καθαρή. Και στο γήπεδο ήταν εντυπωσιακός με τα καρφώματά του και πετύχαινε πολλούς πόντους. Ήταν ό,τι έπρεπε για το NBA. Δεν πίστευαν στην τύχη τους. Εγώ τον έβρισκα για κλάμματα. […] Αποφασίστηκε όταν διέκοψε ο Μάικλ Τζόρνταν: ο Γκραντ Χιλ θα ήταν ο επόμενος θεός του μπάσκετ. Θα ‘παιρνε το θρόνο του Μάικλ. […] Όμως συνέβη κάτι παράξενο στο NBA τη χρονιά που πρωτοεμφανίστηκε ο Χιλ. Προέκυψε ο Τζέισον Κιντ των Ντάλας Μάβερικς, που έπαιζε παπάδες. Ο Κιντ είναι φοβερός παίκτης, αλλά δεν είχε την τέλεια καταγωγή για το NBA. Είχε κάποια προβλήματα πριν απ’ το ντραφτ, όπου υποτίθεται ότι το έσκασε ύστερα από ένα ατύχημα στον αυτοκινητόδρομο της Όουκλαντ στην Καλιφόρνια. […] Το Ντάλας αποφάσισε ότι ήταν αρκετά καλού χαρακτήρα για το NBA κι ο Κιντ κατέληξε να βοηθάει περισσότερο την ομάδα του απ’ όσο ο Γκραντ Χιλ. Ο Κιντ έφερε σε δύσκολη θέση το NBA. Τι να έκαναν; Έδωσαν και στους δύο το βραβείο καλύτερου ρούκι της χρονιάς. Αυτή ήταν η λύση των δειλών κερατάδων. […] Το ίδιο συνέβη και στο all-star game του 1993, τότε που ο Τζον Στόκτον και ο Καρλ Μαλόουν μοιράστηκαν το βραβείο του MVP όταν το παιχνίδι έγινε στη Γιούτα. Άχου, τι καλά!».
Για το όνειρο των Ολυμπιακών Αγώνων: «Ποτέ δεν είχα καμιά ελπίδα να παίξω σε μιαν απ’ τις Ολυμπιακές Ομάδες. Στη Βαρκελώνη ‘η Ντριμ Τιμ με τον Ντένις Ρόντμαν’ ήταν άπιαστο όνειρο. Δεν με πολυένοιαζε, αλλά καμιά φορά που το σκέφτομαι θα ήταν πολύ ωραία να έπαιζα σε μια Ολυμπιακή ομάδα. Κάποτε θα αναπολούσα και θα χαιρόμουν που το έκανα. Θα ήθελα να μπορώ να δείξω στον κόσμο ότι οι αθλητές της χώρας μας δεν βγαίνουν όλοι απ’ το ίδιο καλούπι. Θα μπορούσα να είμαι ο τέλειος παίκτης μιας ομάδας με πολλούς σκόρερ. Οι Ολυμπιακές ομάδες ήταν κάτι σα μεγάλη εκδοχή των Μπουλς και οποιαδήποτε απ’ αυτές τις ομάδες θα χρειαζόταν ένα ζόρικο ριμπάουντερ που δεν θέλει την μπάλα. Πάντως στη Βαρκελώνη δεν υπήρχε καμία περίπτωση να γίνει αυτό. Πάντα αντιμετωπίζω τις ίδιες μαλακίες: δεν ήταν το μπάσκετ το πρώτομέλημα. Πιστεύω οι άνθρωποι της USA Basketball φοβήθηκαν ότι μπορεί να έπεφταν πάνω μου όλα τα φώτα της δημοσιότητας αν μ’ έπαιρναν. Θα ήμουν ένας ‘μεγάλος περισπασμός’ όπως πάντα».
Όταν το NBA τον παρακολουθούσε: «Το 1989, όταν ήμουν με τους Πίστονς, το NBA προσέλαβε κάποιον για να με παρακολουθεί. Ήθελαν να μάθουν τι στο διάολο έτρεχε μ’ εμένα κι έτσι έβαλαν κάποιον να γίνει η σκιά μου. […] Ο Τσακ Ντέιλι με πλησίασε μια μέρα μετά την προπόνηση και είπε ‘Η ομοσπονδία σε παρακολουθεί Ντένις’. Είχαν προσλάβει έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ για να προσπαθήσει να μάθει τι έκανα όταν ήμουν εκτός κτιρίου. Δεν τον γνώρισα ποτέ, ούτε καν τον είδα, στ’ αρχ*δια μου άλλωστε».
Για την κατάσταση με τα συμβόλαιά του: «Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι πόρνες είμαστε εμείς. Είμαστε επαγγελματίες πόρνες που φοράνε αθλητική φανέλα, που τρέχουν δέκα χιλιόμετρα σε δυο ώρες. Αφού λοιπόν ορίσαμε τι είμαστε, δε μένει παρά να συζητήσουμε την τιμή. Επί πέντε χρόνια ένιωθα σαν την καλύτερη πόρνη ενός πορνείου υψηλής στάθμης. Εγώ είμαι αυτός που φέρνει στο μπορντέλο όλους τους πελάτες κι όλα τα λεφτά, αλλά κάθε χρόνο μια απ’ τα ίδια: όλα τα άλλα κορίτσια πληρώνονται καλύτερα από μένα».
Προφητικές κουβέντες για την πτώση του επιπέδου στο πρωτάθλημα: «Το άθλημα θα ήταν καλύτερο αν μπορούσαν να πεισθούν οι νέοι να ρισκάρουν τα αρχ*δια τους, όπως κάναμε εμείς τότε. Αλλά πώς να παίξουν έτσι, αφού το μόνο που τους απασχολεί είναι τα καρφώματα και οι πόντοι».
«Υπάρχει περίπτωση να μην με έπαιρναν στο NBA αν πρωτοέβγαινα τώρα, επειδή, απ’ ότι φαίνεται, το μόνο που θέλουν είναι έναν εντυπωσιακό σκόρερ για να τον πλασάρουν στους οπαδούς τους. Το NBA αυτή τη στιγμή είναι κάτι σαν all-star game που κρατάει όλη την περίοδο. Οι παίκτες θέλουν να καρφώνουν και να κάνουν επίδειξη και να βλέπουν τον εαυτό τους κάθε βράδυ στο SportsCenter toy ESPN». Και ο Ρόντμαν αυτά τα έλεγε το 1996…
Η γνώμη του για τα πολύ υψηλά εγγυημένα συμβόλαια σε παίκτες από πολύ μικρή ηλικία σίγουρα κάνει αίσθηση, αλλά από τα (αγωνιστικά) γεγονότα δικαιώνεται: «Ποιος ο λόγος να σκίζεσαι στη δουλειά αν είναι να βγάζεις 80 εκατομμύρια δολάρια σε δέκα χρόνια και μάλιστα εγγυημένα μέχρι τελευταίας δεκάρας; Πιστεύω ότι η ομοσπονδία την έχει άσχημα. Τώρα είναι όλα καλά – οι ομάδες βγάζουν λεφτά, το άθλημα είναι ακόμα δημοφιλές – αλλά προσπαθούν να δώσουν μια καινούργια εικόνα στο άθλημα και πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα λειτουργήσει σαν μπούμερανγκ». Σε λιγότερο από 8 χρόνια από τη στιγμή που ο Ρόντμαν τα έλεγε αυτά, το NBA περνούσε τις χειρότερες στιγμές της ιστορίας τους οικονομικά και από πλευράς θεαματικότητας.
Για το αν θα έπρεπε να είναι πρότυπο για τους νέους: «Θα ήταν δίκαιο εκ μέρους μου να προσποιηθώ ότι μπορώ να σας προσφέρων την ηγεσία, την καθοδήγηση και την κατεύθυνση μόνο και μόνο επειδή ξέρω να παίζω μπάσκετ; Πώς λειτουργούσατε πριν από μένα; Πώς πηγαίνατε στη δουλειά ή στο σχολείο ή όπου πηγαίνατε πριν εμφανιστώ εγώ; Ήταν καλή η κακή η ζωή σας και τώρα – μόνο και μόνο επειδή βρήκατε κάποιον που λατρεύετε, που θαυμάζετε, που θέλετε να του μοιάσετε – θέλετε να τον μιμηθείτε; Είμαστε αθλητές. Δεν έχουμε τα προσόντα για να ορίζουμε τη ζωή κάποιου άλλου. Δεν είναι αυτή η δουλειά μας. Δεν έχουμε όλες τις λύσεις έτοιμες, αδερφέ».
Η προσωπική του φιλοσοφία: «Το παίρνω πολύ σοβαρά το μπάσκετ μου. Ανατρέχω ακόμα σε πράγματα που μου έμαθε ο Τζέιμς Ριτς στην Οκλαχόμα: Κυνήγησε αυτό που θέλεις και να πάρει ο διάολος αυτόν που θα σου γίνει εμπόδιο. Εκπαιδεύω το μυαλό μου στο να πιστεύει ότι πρέπει να κερδίσω όλα τα ριμπάουντ για να μείνω στη μεγάλη κατηγορία. Αν δεν κερδίσω την μπάλα, θα επιστρέψω στο Ντάλας, στους δρόμους, στην κόλαση.»
Παιχνίδια ψυχολογίας: «Ό,τι κάνω μέσα στο γήπεδο έχει σχέση με την ψυχολογία. Προσπαθώ να μπω στο μυαλό του άλλου. Δε βρίζω, τον άλλον. Δεν κάθομαι να σε κάνω να νιώσεις σκατά. Δε λέω μαλακίες. Έτσι κι αλλιώς θα νιώσεις σκατά όταν σε πατήσω κάτω, άρα δεν έχω λόγο να το συζητάω κι από πάνω. Το ξέρεις μέσα σου και ξέρεις ότι το ξέρω. Αυτό είναι το μόνο που μετράει. Τα μπινελίκια είναι χάσιμο χρόνου. Αυτοί που το κάνουν προσπαθούν να τονώσουν τον εαυτό τους. Προσπαθούν να γίνουν πιο δυνατοί και πιο ζόρικοι απ’ όσο είναι. Το κάνουν για τον εαυτό τους κι αυτό εμένα δε μου χρειάζεται. Νιώθουν την ανάγκη να αυτοεπιβεβαιωθούν. Ποιος ο λόγος; Όλοι κατεβάζουν καντήλια πια, άρα γιατί να μη σωπαίνω εγώ; Έχεις καλύτερα αποτελέσματα όταν καις κάποιον με τα μάτια σου, όταν τον κοιτάς κατάματα και του δίνεις να καταλάβει με το βλέμμα σου και μόνο. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια».
Σε όλη του την καριέρα είχε τη φήμη του κακού σουτέρ ελεύθερων βολών, σε σημείο που να θεωρείται κίνδυνος για την ομάδα του: «Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι μαλακίες έχω ακούσει σχετικά με το πόσο κακός είμαι στις ελεύθερες βολές. Για μένα οι ελεύθερες βολές είναι μια απαίσια αγγαρεία, κάτι που δε θέλω να κάνω. Δείχνει σα να φοβάμαι να σουτάρω. Το 1994-95 είχα το υψηλότερο ποσοστό στην καριέρα μου – 68%. Ακόμα κι αυτό δεν είναι αρκετά καλό, πάντως είναι καλύτερο απ’ το ποσοστό μου το 1989, όπου σε 14 αγώνες είχα 37% απ’ τη γραμμή των φάουλ. Είναι δύσκολο να ‘σαι τόσο κακός, αδερφέ. Όμως μπορώ να πετύχω ελεύθερες βολές αν θέλω. Απλώς κάτι με εμποδίζει. Είναι σαν να αισθάνομαι την ανάγκη να φύγω, να συνεχίσω να κινούμαι και το να στέκομαι στη γραμμή, ενώ όλα γύρω μου έχουν σταματήσει, δεν μου πάει καλά. Γι’ αυτό κι εγώ παίρνω την μπάλα κι απλώς την πετάω. Δεν το σκέφτομαι, δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο στιλ. Καμιά φορά θα με δείτε να κοιτάζω γύρω γύρω, χωρίς να κάνω ούτε μια ντρίμπλα κι απλώς να πετάω την μπάλα. Μερικές φορές τα πόδια μου κινούνται όταν σουτάρω κι άλλες φορές δεν είμαι καν σίγουρος ότι κοιτάζω το καλάθι. […] Κάτι που παραβλέπουν όμως είναι το εξής: όταν πρέπει να τις πετύχω, τις πετυχαίνω».
Η απόδειξη αυτού που λέει ο Ρόντμαν υπάρχει σε πολλές στιγμές της καριέρας του, όπως οι 2/2 βολές στο τέλος του 4ου τελικού εναντίον της Γιούτα το 1997-98 ή το περίφημο περιστατικό με την πρώτη απόπειρα «hack-a-Shaq» στην ιστορία, κατά του… Ρόντμαν όμως. Ήταν σε ματς με τους Ντάλας Μάβερικς (29/12/1997), με τον Ντον Νέλσον να δίνει εντολή στον Μπούμπα Ουέλς να κάνει 6 απανωτά φάουλ στον Ρόντμαν. Ο Ουέλς αποβλήθηκε με 6 φάουλ σε 3 λεπτά, στην πιο σύντομη αποβολή με φάουλ στην ιστορία του NBA, ο Ρόντμαν πήγε 12 φορές στη γραμμή των βολών, αλλά οι Μάβερικς την πάτησαν, καθώς είχε 9/12 βολές παρότι τη σεζόν την τελείωσε με 55% στις βολές!
Στο τελευταίο μέρος του αφιερώματος θα πάμε λίγο πιο… προσωπικά. Κουβέντες για τον Τζόρνταν, τον Μπερντ, τον Πίπεν, τον Ολάζουον, το κράξιμο στον Ρόμπινσον, οι ύμνοι στον Φιλ Τζάκσον, οι απόψεις του για τους ομοφυλόφιλους, την ασθένεια του Μάτζικ Τζόνσον, την περιπέτεια με τη Μαντόνα.