Στα 38 του έδωσε τέλος στην ποδοσφαιρική του πια καριέρα ο «αρχιτέκτονας» Αντρέα Πίρλο . Έξι πρωταθλήματα Ιταλίας, δύο Τσάμπιονς Λιγκ και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Δεν θα μπορούσε να αποχαιρετήσει το άθλημα το οποίο υπηρέτησε, αυτό το οποίο ομόρφυνε με την παρουσία του στα γήπεδα, αυτό το οποίο κόσμησε με την απαράμμιλη τεχνική του με κανέναν άλλον τρόπο παρά αγωνιζόμενος.
Ο Ιταλός αγωνίστηκε για τελευταία φορά σε ματς στο MLS και όπως θα δείτε και παρακάτω καταχειροκροτήθηκε με την φανέλα της Νέας Υόρκης.
Ας διαβάσουμε μερικά από τα περάσματά του και από την καριέρα του στο αφιέρωμα που ακολουθεί.
4 Ιουλίου 2006, Ντόρτμουντ. Μετά από 118 λεπτά εξαντλητικού παιχνιδιού τακτικής, η οικοδέσποινα Γερμανία και η Ιταλία παραμένουν στο 0-0, για τον πρώτο ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Σε μια από τις τελευταίες προσπάθειες των Ιταλών να «κλέψουν» τη νίκη, ο Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο εκτελεί ένα κόρνερ από τα δεξιά, η γερμανική άμυνα απομακρύνει και η μπάλα προσγειώνεται στο ημικύκλιο της μεγάλης περιοχής.
Οι επιλογές για τον όποιο «γαλάζιο» αποδέκτη της, αρκετές: μια «τυφλή» επαναφορά της στην περιοχή. Ισως, ένα σουτ με σύμμαχο το φτωχό οπτικό πεδίο του τερματοφύλακα Γενς Λέμαν, αλλά με ελάχιστες ρεαλιστικές πιθανότητες απειλής. Η πιο συνετή, δεδομένης της κρισιμότητας της στιγμής, ένα διώξιμο, για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αντεπίθεσης. Αυτά τα σενάρια θα περνούσαν από το μυαλό οποιουδήποτε. Για καλή τύχη των Ιταλών, όμως, η μπάλα στρώνεται μπροστά στον Αντρέα Πίρλο και η συνέχεια αποτελεί πλέον ιστορία: ο κοντούλης με το «21» στην πλάτη, την κολλά στο αριστερό του πόδι και με ψυχραιμία που περισσότερο παραπέμπει σε οικογενειακό διπλό, παρά σε τελευταίο λεπτό ημιτελικού Μουντιάλ, αποκλείει όλες τις παραπάνω επιλογές. Αντίθετα, την κρατά μερικά δευτερόλεπτα, τραβώντας πάνω του τέσσερις αντιπάλους και την κατάλληλη στιγμή την περνά από το «μάτι» της βελόνας, στρωμένη ιδανικά στο φαρμακερό αριστερό πόδι του Φάμπιο Γκρόσο. Ο τελευταίος τη στέλνει στα δίχτυα, στο πιο «διάσημο» ιταλικό γκολ των τελευταίων δεκαετιών.
Ενα λεπτό αργότερα, όταν έρχεται και το 2-0, ο περίφημος Ιταλός σπίκερ Φάμπιο Καρέσα κοντεύει να καταπιεί το μικρόφωνο, φωνάζοντας, μαζί με τον σχολιαστή Μπέπε Μπέργκομι, το θρυλικό στη γειτονική χώρα «Αndiamo a Βerlino» (σ.σ. «Πηγαίνουμε στο Βερολίνο»). Οι «ατζούρι» πηγαίνουν στον τελικό της γερμανικής πρωτεύουσας, πέντε βράδια μετά, και κατακτούν τον τίτλο, με τη φράση του Καρέσα να γίνεται από σλόγκαν μέχρι και τίτλος βιβλίου.
Πιθανότατα να μην υπάρχει καν στα βίντεο του Youtube με συλλογή στιγμών του, τα οποία είναι γεμάτα με τα περίφημα φάουλ του ή τις δεκάδες ασίστ και πάσες ακριβείας που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους πλέον προικισμένους ποδοσφαιριστές της γενιάς του. Θα μπορούσε, όμως, να είναι όλη του η καριέρα «στριμωγμένη» σε λίγα δευτερόλεπτα: «εξωγήινη» ψυχραιμία και απίστευτη οξυδέρκεια σε στιγμές αφόρητης πίεσης, ταχύτατη σκέψη, εκπληκτική επαφή με τη μπάλα, απαράμιλλη ικανότητα και ακρίβεια ως πασέρ.
Η κίνηση – ματ και η καθιέρωση
Ηταν αρχές του 2001 όταν ο προπονητής του στη Μπρέσια – όπου έπαιζε δανεικός από την Ιντερ – Κάρλο Ματσόνε, αποφάσισε να πειραματιστεί με τον 21χρονο τότε Πίρλο: τον μετέφερε μερικά μέτρα πίσω στην τακτική του σκακιέρα και από κλασικό «10άρι» τον μετέτρεψε σε ένα είδος δημιουργικού «6αριού». Μπορεί, όπως γράφτηκε, η πραγματική αιτία να ήταν ότι η παρουσία του μεγάλου Ρομπέρτο Μπάτζιο στην ομάδα δεν άφηνε «χώρο» στον νεαρό Αντρέα, ωστόσο, η εν λόγω κίνηση έμελλε να αλλάξει την καριέρα του, αλλά, σε έναν βαθμό και τη θέση του αμυντικού μέσου στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Οι εξαιρετικές του εμφανίσεις τον οδήγησαν στη Μίλαν, όπου ο Κάρλο Αντσελότι «έχτισε» πάνω του μια από τις πλέον πετυχημένες ομάδες της περασμένης δεκαετίας και καθιέρωσε, εν πολλοίς τον ρόλο, του «deep-lying playmaker». Στο Μιλάνο κατάκτησε, μεταξύ άλλων, τα δύο πρώτα του πρωταθλήματα Ιταλίας, αλλά και ισάριθμα Τσάμπιονς Λιγκ, με πιο πρόσφατο αυτό της Αθήνας το 2007. Το κυριότερο, ωστόσο, ήταν ότι καθιερώθηκε ως ένας από τους κορυφαίους χαφ στον πλανήτη.
Φτάνοντας στα 32, μετά από δέκα γεμάτα χρόνια στο «Σαν Σίρο», αποφασίζει από κοινού με τη διοίκηση Μπερλουσκόνι, το 2011, να μην ανανεώσει το συμβόλαιό του. Μετακομίζει στη Γιουβέντους, που μετρούσε 5 χρόνια χωρίς τίτλο και προσπαθούσε να επανέλθει στο προσκήνιο μετά την περιπέτεια του υποβιβασμού, που ήταν ακόμη νωπή στη μνήμη των οπαδών της. Πολλοί μιλούσαν για μια προσθήκη με ορίζοντα ενός – δύο ετών, που απλά θα προσέδιδε εμπειρία. Ο Τζιαλουΐτζι Μπουφόν, που τον γνώριζε καλά ως αντίπαλο και συμπαίκτη είχε αντίθετη άποψη: «Όταν έμαθα ότι τον αποκτήσαμε σκέφτηκα πως υπάρχει Θεός! Ηρθε ως ελεύθερος, αλλά στο δικό μου μυαλό επρόκειτο για τη μεταγραφή του αιώνα», είχε δηλώσει, με τη συνέχεια να τον δικαιώνει απόλυτα. Η «Γιούβε» ανακοίνωνε μεταγραφές εκατομμυρίων κάθε καλοκαίρι, αλλά το σημείο αναφοράς στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου ήταν η φανέλα με το «21», την οποία όλοι έψαχναν όταν η μπάλα «έκαιγε». Η παρακαταθήκη του, διόλου ευκαταφρόνητη. Τέσσερα πρωταθλήματα σε ισάριθμες σεζόν (το πρώτο μάλιστα χωρίς ήττα) και ένας χαμένος τελικός Τσάμπιονς Λιγκ το 2015, που έμελλε να ήταν και το «ρέκβιεμ» με την ασπρόμαυρη φανέλα. Τελευταία εικόνα, τα δάκρυά του μετά το σφύριγμα της λήξης, που σηματοδότησε και την έσχατη πράξη της παρουσίας του στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό προσκήνιο, πριν αναχωρήσει για την… συνταξιοδοτική ηρεμία του MLS και της Νέα Υόρκης.
«Αρχιτέκτονας»
Ανάμεσα στα πολλά προσωνύμια που απέκτησε στην καριέρα του («καθηγητής», «μαέστρος», «Μότσαρτ»), εκείνο που χαράχτηκε πιο βαθιά στη μνήμη των οπαδών ήταν το «αρχιτέκτοντας». Ισως επειδή έτσι τον «βάφτισαν» οι συμπαίκτες του στην Εθνική ομάδα της Ιταλίας, του πιο σημαντικού κεφαλαίου στην καριέρα του, κάτι που και ο ίδιος ποτέ δεν έκρυψε. 116 συμμετοχές, 13 γκολ, ένας παγκόσμιος τίτλος, ένας ευρωπαϊκός τελικός και χιλιάδες λεπτά απόλυτης «ποδοσφαιρικής» ηγεσίας. Εζησε τη «σκουάντρα ατζούρα» σε διάφορες φάσεις. Γεμάτη αστέρες, σε στάδιο ανανέωσης, με μεγάλους και ανερχόμενους προπονητές στον πάγκο. Σε όλες τις περιπτώσεις, ειδικά την τελευταία δεκαετία, ήταν η παρουσία εκείνη που ηρεμούσε το παιχνίδι, «ξεκούραζε» το μάτι και απλούστευε τα πάντα μέσα το γήπεδο. Σήμα κατατεθέν: το πέναλτι «α λα Πανένκα» που εκτέλεσε εντελώς… ανέκφραστος στον προημιτελικό του Euro 2012, απέναντι στην Αγγλία. Με τον σχολιαστή του BBC να περιγράφει, λίγο πριν την εκτέλεση, με τον χαρακτηριστικό βρετανικό τρόπο, την αγωνιστική του παρουσία επί 120 λεπτά: «Ηe has barely put a foot wrong all match» («αμφιβάλλω αν έχει κάνει έστω και ένα λάθος σε όλο το παιχνίδι»).
Η υπεροχή του μυαλού
Μπορεί το «αντίο» του Αντρέα Πίρλο να μην ήταν αντάξιο της τεράστιας καριέρας του. Αθόρυβο, στα 38 του, σε μια, κάθε άλλο παρά ποδοσφαιρική, μητρόπολη όπως η Νέα Υόρκη. Το είχε ανακοινώσει πριν μερικές εβδομάδες μιλώντας στον ιταλικό Τύπο και μπήκε ως αλλαγή στις καθυστερήσεις στο τελευταίο παιχνίδι της New York City F.C. τα ξημερώματα.
Ωστόσο, αν το καλοσκεφτεί κανείς, πώς αλλιώς θα μπορούσε να αποχαιρετήσει τα γήπεδα ένας ποδοσφαιριστής που κατάφερε να ξεχωρίσει παρά τα περιορισμένα σωματικά του προσόντα, ακριβώς επειδή είχε την ευφυΐα να κατανοήσει τη δύναμη της απλότητας του παιχνιδιού, αλλά και την ικανότητα να την εφαρμόσει στην πράξη;
Γιατί όσους δυνατούς και μεγαλόσωμους πολεμιστές κι αν έχει ένας στρατός, πάντα, απέναντι σε αδιαπέραστα τείχη τη λύση δεν δίνουν οι μύες, αλλά το μυαλό. Και ο «αρχιτέκτονας» Πίρλο δεν απογοήτευσε ποτέ στον ρόλο του πολυμήχανου Οδυσσέα, όσες φορές κι αν χρειάστηκε να τον παίξει.