Άλλο ένα μπασκετικό αφιέρωμα από τον μαγικό κόσμο του NBA!!!Ένας θρύλος με τα όλα του!
Υπερτιμημένος ή υποτιμημένος; Φαφλατάς ή μάγκας; Winner ή loser; Φαινόμενο για το ύψος του ή κατακριτέος για το βάρος του; Το μόνο βέβαιο με τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ είναι ότι ποτέ δεν περνούσε-κι ούτε τώρα περνάει-απαρατήρητος. Είτε τον λατρεύει είτε τον μισεί κάποιος, στο τέλος θ’ ασχοληθεί μαζί του. Και λογικό είναι, άλλωστε σε ολόκληρη τη διάρκεια της καριέρας του ο επονομαζόμενος «Σερ» έβρισκε ανέκαθεν τρόπους, αγωνιστικούς και μη, ώστε να κάνει τους άλλους να απασχολούνται με την αφεντιά του.
Ας παίξουμε λίγο το παιχνίδι των λέξεων… Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό όταν ακούτε το όνομα «Τσαρλς Μπάρκλεϊ». NBA; «Dream Team»; Ριμπάουντ; Ροχάλα; Ατάκες; Καρφώματα; Χιούμορ; Αθυροστομία; Σαρκασμός; Αλαμπάμα; Χμμ… Σαν πολλά και διαφορετικά δε μαζεύτηκαν; Δε γίνεται όμως αλλιώς, εξάλλου όλα τα παραπάνω -και άλλα πολλά ακόμα- αποτελούν μερικά από τα βασικότερα στοιχεία που έκαναν τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ να είναι αυτό που είναι σήμερα. Ήτοι μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην ιστορία του NBA κι ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες στα χρονικά του αθλήματος. Και το πλέον αξιοθαύμαστο της υπόθεσης; Αυτό το πέτυχε πηγαίνοντας απ’ την αρχή μέχρι το τέλος της καριέρας του κόντρα στα δεδομένα και κόντρα στο σύστημα. Μοναδικός!
Τα (δύσκολα) πρώτα χρόνια
Πολλοί απορούν με το γεγονός ότι ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ ανέκαθεν ήταν αθυρόστομος και ξεστόμιζε αυτό ακριβώς που σκεφτόταν, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους μια αυτονόητη παράμετρο. Πως για τις συνθήκες ζωής κάτω από τις οποίες μεγάλωσε ο «Τσακ», το μείζον ζήτημα του «savoir vivre» θα ήταν μια από τις τελευταίες προτεραιότητές του. Κι εξηγούμεθα…
Γεννημένος στις 20 Φεβρουαρίου του 1963 στο Λιντς της Αλαμπάμα -μια πολύ φτωχική πόλη με πληθυσμό μόλις 6.000 κατοίκους-, ο ταλαντούχος πάουερ φόργουορντ ανατράφηκε μέσα σε κακουχίες από τη μητέρα του, τη γιαγιά του (στην οποία ανέκαθεν έτρεφε ασύλληπτη αδυναμία) και τον θετό του πατέρα, καθώς οι γονείς του είχαν χωρίσει απ’ όταν ήταν μωρό ακόμα. Η οικογένεια ζούσε μέσα σε καθεστώς φτώχειας και τα πράγματα θα λάμβαναν ακόμα χειρότερη τροπή με το θάνατο του θετού πατέρα του Μπάρκλεϊ σε τροχαίο δυστύχημα. Σε άλλες περιπτώσεις, θα περίμενε κανείς ότι οι παραπάνω κακουχίες θα αποθάρρυναν ένα φτωχό και με ψυχολογικά προβλήματα παιδί, ωθώντας το σε δρόμους εγκληματικούς. Ο «Σερ» όμως δεν ήταν τέτοια κάστα ανθρώπου. Με όπλο το πείσμα και την αποφασιστικότητά του έστρεψε όλη του την προσοχή στο μπάσκετ και προσηλώθηκε ολοκληρωτικά σε αυτό, παρόλο που τα δεδομένα, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, δεν ήταν με το μέρος του.
Με ύψος κάπου στα 1.75 μέτρα και βάρος γύρω στα 100 κιλά, ο Μπάρκλεϊ στον δεύτερό του χρόνο στο γυμνάσιο είχε αποκλειστεί ακόμα και από την αναπληρωματική ομάδα του σχολείου του. Όμως αυτό δε θα τον πτοούσε. Η προπόνηση έγινε δεύτερη φύση του και περιλάμβανε συστηματική εξάσκηση στα σουτ και στις ελεύθερες βολές, αλλά κι έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο για να τελειοποιήσει την ικανότητά του στα ριμπάουντ: πετούσε πολλές και συνεχόμενες φορές την μπάλα στον τοίχο και ακολουθούσε την πορεία της για να την επαναφέρει στην κατοχή του. Η αφοσίωσή του ήταν τέτοια που καθησύχαζε ακόμα και τη μητέρα του, η οποία έβλεπε πως ο κανακάρης της αργά ή γρήγορα θα πετύχαινε στους στόχους του. «Έβλεπε τα άλλα παιδιά να κυκλοφορούν μέσα σε φανταχτερά αμάξια και να φοράνε ακριβά ρούχα, όμως δεν τον άκουσα ποτέ να μου παραπονιέται. Ίσα-ίσα που ο ίδιος γύριζε και μου έλεγε ότι κάποια μέρα θα γινόταν μεγάλος παίκτης του μπάσκετ και θα μου αγόραζε ό,τι ήθελα», δηλώνει η ίδια.
Τα αποτελέσματα της δουλειάς του δεν άργησαν να φανούν, καθώς από την επόμενη χρονιά κιόλας κατάφερε να μπει στην ομάδα του σχολείου του ως αναπληρωματικός, ενώ το καλοκαίρι που ακολούθησε πήρε ύψος (15 εκατοστά) και βάρος (9 κιλά). Το αποτέλεσμα; Στο τέταρτο και τελευταίο έτος του στο Λιντς Χάι είχε μέσους όρους της τάξεως των 19.1 πόντων και 17.9 ριμπάουντ. Το ακόμα καλύτερο της υπόθεσης όμως συνέβη στους ημιτελικούς της πολιτείας, όταν σκόραρε 26 πόντους τραβώντας την προσοχή ενός σκάουτερ από το πανεπιστήμιο του Ομπέρν. Αυτό ήταν. Από κει που ο Μπάρκλεϊ περνούσε στα ψιλά-λόγω βάρους-από τις σημειώσεις όλων των λαγωνικών των κολεγίων, πλέον είχε σίγουρη την επόμενη ομάδα του που θα του εξασφάλιζε να παίξει μπάσκετ σε ακαδημαϊκό επίπεδο. Όχι βέβαια ότι κι εκεί τα πράγματα θα ήταν εύκολα…
Τα πανεπιστημιακά χρόνια και ο… Μπόμπι Νάιτ
Αντικρίζοντας κανείς τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ στον πρώτο του χρόνο στο Ομπέρν, το τελευταίο που θα πίστευε είναι ότι πρόκειται για αθλητή. Με βάρος και όγκο που ωθούσε τους πάντες να τον χαρακτηρίζουν ως «χοντρούλη», λίγοι του έδιναν πιθανότητες να πετύχει. Φυσικά, όσοι τον αμφισβήτησαν διαψεύστηκαν πανηγυρικά από τις επιδόσεις του.
Στα τρία χρόνια που ο «Σερ» έμεινε στο κολέγιο κατέκτησε ισάριθμους τίτλους κορυφαίου ριμπάουντερ της πολιτείας. Κι όμως, ο κόσμος εξακολουθούσε να είναι δύσπιστος και να στέκεται στο βάρος του. «Ήμουν επί τρία συναπτά έτη πρώτος στα ριμπάουντ και όλοι το αγνοούσαν, επειδή έδιναν σημασία μόνο στο βάρος μου», δηλώνει ο ίδιος. Βέβαια αυτό ποσώς τον επηρέασε, αφού πέτυχε το μειονέκτημά του να το μετατρέψει σε πλεονέκτημα. Δεν έπαιζε ρόλο που το ύψος του δεν ξεπερνούσε τα 192 εκατοστά. Ο Μπάρκλεϊ αξιοποιούσε τον όγκο του με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να εκτοπίζει τους ψηλότερους αντιπάλους του, ενώ με το μαχητικό του πνεύμα και το καλό του σουτ είχε αποκτήσει τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται τα όποια μις-ματς υπέρ του. Το πρώτο, πάντως, αμφιλεγόμενο στοιχείο του χαρακτήρα του δεν άργησε να φανεί: ο νεαρός φόργουορντ είχε γνώμη και άποψη για τους πάντες και τα πάντα. Και το χειρότερο (;) ήταν ότι δεν είχε κανέναν με κανέναν ενδοιασμό να τη μοιραστεί με τους πάντες.
Αναμενόμενα αυτό του δημιούργησε προβλήματα στις σχέσεις του με τον Σαμ Σμιθ, έναν προπονητή παλαιών αρχών που πρέσβευε το ιδεώδες της πειθαρχίας. Η συνύπαρξη των δυο τους πέρασε από σαράντα κύματα, καθώς κανείς δεν έβαζε νερό στο κρασί του, αν και στο τέλος ήταν ο κόουτς του Ομπέρν εκείνος που υποχώρησε πρώτος, αναγνωρίζοντας πως «Ο Τσαρλς ήταν ένα απλά ατίθασο παιδί. Εγώ ως προπονητής απαιτούσα οι παίκτες να έχουν έναν ευπρεπή τρόπο συμπεριφοράς, εντός κι εκτός γηπέδου. Στην περίπτωσή του, όμως, κατάλαβα πως απέδιδε καλύτερα, όταν δεν είχε το μυαλό του σε τέτοια θέματα».
Με τη λήξη της τρίτης του χρονιάς στο κολέγιο, ο μετέπειτα άσος του NBA υπέστη μια από τις μεγαλύτερες ήττες του σε προσωπικό επίπεδο. Μολονότι είχε επιλεγεί αρχικά στην εθνική ομάδα των ΗΠΑ που θα συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 στο Λος Άντζελες (μεγάλο αστέρι της οποίας ήταν ο Μάικλ Τζόρνταν), στη συνέχεια κόπηκε από τον αυστηρό και ιδιόρρυθμο προπονητή, Μπόμπι Νάιτ, που δε δεχόταν επουδενί να έχει υπό τις εντολές του έναν παίκτη με την προσωπικότητα και το χαρακτήρα του Τσαρλς Μπάρκλεϊ. Ακόμα και αυτό όμως ουδόλως πτόησε τον «Τσακ». Τουναντίον, τον μπόλιασε με επιπλέον πείσμα κι επιπλέον θέληση, με αποτέλεσμα να πάρει μια κομβική απόφαση: δε θα επέστρεφε για τον τέταρτο και τελευταίο του χρόνο στο κολέγιο κι αντ’ αυτού θα επιχειρούσε το μεγάλο τόλμημα της μετάβασης στο NBA! Κι όπως σε κάθε μεγάλη στιγμή της καριέρας του, έτσι κι εδώ θα είχε ν’ αντιμετωπίσει ουκ ολίγους αμφισβητίες.
Το ξεκίνημα μιας όμορφης (;) περιπέτειας
Όταν ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ επιλέχθηκε στο νούμερο 5 του ντραφτ του 1984 από τους Φιλαντέλφια Σίξερς, πολλοί βιάστηκαν να αποδοκιμάσουν την εν λόγω απόφαση του γενικού διευθυντή της ομάδας, Πατ Γουίλιαμς, προβάλλοντας τα αυτονόητα επιχειρήματα. Ο νεαρός φόργουορντ ήταν υπέρβαρος, πολυλογάς και ιδιόρρυθμος στοιχεία που όλα μαζί δε συνιστούσαν εχέγγυα για μια καλή πορεία στο NBA. Και πόσο μάλλον σε μια ομάδα όπως οι Σίξερς που ένα χρόνο πριν μόλις είχαν αναδειχθεί πρωταθλητές και οι οποίοι είχαν στο ρόστερ τους ήδη τρεις αξιοσέβαστους All Star βετεράνους όπως οι Τζούλιους Έρβινγκ, Μόσες Μαλόοουν και Μορίς Τσικς. Το γεγονός δε ότι όλοι τους βρίσκονταν στην ακμή τους ακόμα (σ.σ. ο Έρβινγκ στα 34 του ήταν ακόμα ένας από τους κορυφαίους παίκτες της λίγκας, ενώ ο Μαλόουν στα 29 του και ο Τσικς στα 28 βρίσκονταν στην ωριμότερη φάση της καριέρας τους) άφηνε ακόμα μικρότερα περιθώρια διάκρισης στον 21χρονο νεαρό από την Αλαμπάμα. Ή τουλάχιστον στα χαρτιά κάπως έτσι φαινόταν…
Ο Μπάρκλεϊ για πολλοστή φορά κατάφερε με όπλο το πείσμα και το ταλέντο του να μην πτοηθεί και να δείξει από την πρώτη στιγμή από τι μέταλλο ήταν φτιαγμένος. Η ρούκι σεζόν του ήταν αξιοπρεπέστατη (14 πόντοι, 8.6 ριμπάουντ και 54.5 % ποσοστό ευστοχίας), ενώ στα πλέι-οφ ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακός (14.9 πόντοι και 11.1 ριμπάουντ). Οι ψίθυροι αμφισβήτησης που είχαν ακουστεί στην αρχή, σε μικρό χρονικό διάστημα είχαν μετατραπεί σε επιφωνήματα ενθουσιασμού σε κάθε ενέργειά του, εξ ου και η ψήφισή του στην Καλύτερη Πεντάδα των Ρούκι. Και ήταν τέτοια η επίδρασή του, που ανάγκασε ακόμα και τον «πολύ» Τζούλιους Έρβινγκ να του κάνει το υπέρτατο τιμητικό σχόλιο συγκρίνοντάς τον με τον εαυτό του: «Ο Τσαρλς είναι σαν εμένα στα πρώτα χρόνια της καριέρας μου. Είναι καθαρόαιμο ταλέντο και αυτό είναι προφανές. Το μοναδικό που χρειάζεται τώρα είναι να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος που θα τον βάλει στο σωστό δρόμο και από κει και πέρα όλα τα άλλα θα ακολουθήσουν». Τα λόγια του «Ντόκτορ Τζέι» φυσικά είχαν δισυπόστατη έννοια με προφανές νόημα: ο Μπάρκλεϊ ήταν ένας παίκτης με απίστευτο ταλέντο, αλλά με χαρακτήρα που έπρεπε να χαλιναγωγηθεί. Και μάλιστα λίαν συντόμως!
Ο «Σερ» από τον πρώτο του χρόνο κιόλας στη λίγκα φρόντισε ν’ αποκαλύψει στο φιλοθέαμον κοινό τις εκκεντρικότητές του. Μιλούσε στους πάντες, τσακωνόταν με αντιπάλους, αντάλλαζε απόψεις-σε όχι και τόσο ήρεμο τόνο-κατά τη διάρκεια των αγώνων με τους φιλάθλους, ήταν σε μόνιμη κόντρα με τους διαιτητές και δε δίσταζε σε κάθε ευκαιρία να εκφράζει ανοιχτά τη γνώμη του για τις αποφάσεις του προπονητή της ομάδας, Μπίλι Κάνιγχαμ με τον οποίο βρισκόταν σε μόνιμη κόντρα. Από όλα αυτά, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, ο νεαρός άσος δεν ήταν και από τα αγαπημένα παιδιά της εξέδρας, πράγμα που ουδόλως τον απασχολούσε: «Κάνω τη δουλειά μου και προσπαθώ να κερδίζω διότι αυτό πληρώνομαι να κάνω και όχι για να ευχαριστήσω τους φιλάθλους. Δε με νοιάζει τι πιστεύει ο κόσμος για μένα. Άσε που είμαι σίγουρος ότι ακόμα και αυτοί που με βρίζουν κατά βάθος με εκτιμούν σαν μπασκετμπολίστα. Αν δεν το κάνουν, τότε πολύ απλά δεν έχουν την παραμικρή ιδέα απ’ το άθλημα». Φαντασμένος; Υπερφίαλος; Ελαφρόμυαλος; Όλοι οι παραπάνω χαρακτηρισμοί ακούγονταν συχνά-πυκνά για τον θρασύτατο φόργουορντ. Όμως εκείνος σε πείσμα όλων δε θα τους έδινε ποτέ την ευκαιρία να κατακρίνουν τις ικανότητές του βελτιώνοντας κάθε χρόνο θεαματικά το παιχνίδι του.
Ένας «Σερ» γεννιέται
Ανεξάρτητα απ’ την όποια δόση ναρκισσισμού και αυταρέσκειας έκρυβαν τα λόγια του, ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ είχε δίκιο σε ένα πράγμα. Ακόμα και αυτοί που δεν τον συμπαθούσαν, δε γινόταν παρά να παραδεχτούν ότι το άθλημα το κατείχε όσο λίγοι. Ο ίδιος ο «Τσακ» το πίστευε ακράδαντα αυτό και το δικαιολογούσε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο: «Δουλεύω πιο σκληρά από οποιονδήποτε άλλο παίκτη στο NBA. Και παρόλο που μπορεί να υπάρχουν κάποιοι που να δουλεύουν το ίδιο σκληρά, κανείς δεν δουλεύει περισσότερο από μένα».
Τα στατιστικά της δεύτερης χρονιάς του στο πρωτάθλημα πιστοποιούσαν και με το παραπάνω τα λόγια του: 20 πόντοι, 12.8 ριμπάουντ, 3.9 ασίστ, 2.2 κλεψίματα, 1.6 μπλοκ και 57.2 % ποσοστό ευστοχίας στα σουτ. Ήταν ήδη ο καλύτερος ριμπάουντερ των Σίξερς, ο δεύτερος καλύτερος σκόρερ (πίσω από τον Μαλόουν και μπροστά από τον Έρβινγκ), ο δεύτερος καλύτερος πασέρ (πίσω από τον Τσικς) και ο καλύτερος αμυντικός τους. Εκτός αυτού, ήταν ο δεύτερος καλύτερος ριμπάουντερ του NBA πίσω από τον Μπιλ Λεϊμπίρ των Ντιτρόιτ Πίστονς. Στα πλέι-οφς δε ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακός, αφήνοντας με τα στατιστικά έκπληκτους ακόμα και τους συμπαίκτες του: 25 πόντοι. 15.8 ριμπάουντ, 5.6 ασίστ και 57.8 % ποσοστό ευστοχίας σε 12 αγώνες συνολικά. Η ανάδειξή του σε μέλος της Δεύτερης Καλύτερης Πεντάδας του NBA ήταν αναμενόμενη και ο μεγάλος αστέρας της ομάδας, Μορίς Τσικς, δε δίστασε να υποκλιθεί στο ταλέντο του θρασύτατου δευτεροετή: «Το μόνο σίγουρο είναι πως δε θα ήθελα ποτέ να τον έχω αντίπαλο. Έχει πραγματικά απίστευτες ικανότητες ως παίκτης και το γνωρίζει αυτό καλύτερα από τον καθένα».
Η εξέλιξη του Μπάρκλεϊ όμως δε θα σταματούσε εκεί. Με τη μεταγραφή του Μόζες Μαλόουν στους Ουάσιγκτον Μπούλετς οι απαιτήσεις προς το νεαρό φόργουορντ θα γίνονταν ακόμα μεγαλύτερος, όμως εκείνος θα ανταποκρινόταν και με το παραπάνω. Την επόμενη χρονιά εκτόξευσε τους μέσους όρους του στους 23.4 πόντους, 14.6 ριμπάουντ και 4.9 ασίστ, ενώ επιπλέον είχε και 1.8 κλεψίματα και 1.5 μπλοκ, με το ποσοστό ευστοχίας του να αγγίζει τα όρια του 60 % (59.4 % συγκεκριμένα) στα σουτ εντός παιδιάς. Συν τοις άλλοις, τη συγκεκριμένη χρονιά ο Μπάρκλεϊ αναδείχτηκε για πρώτη-και τελευταία-φορά στην καριέρα του πρώτος ριμπάουντερ του NBA και έγινε ο κοντύτερος παίκτης στα χρονικά που πετύχαινε κάτι τέτοιο, ενώ επιπλέον κέρδισε και την πρώτη πρόσκλησή του σε All Star Game και τη δεύτερη ψήφισή του στη Δεύτερη Καλύτερη Πεντάδα. Ήταν πλέον ο κορυφαίος παίκτης της ομάδας και με την αποχώρηση του Τζούλιους Έρβινγκ στο τέλος της χρονιάς θα αναλάμβανε καθήκοντα ηγέτη για τον θρυλικό σύλλογο της Φιλαντέλφια. Σύντομα όμως θα μάθαινε πως ο ρόλος του leader δε σταματάει μέσα στις τέσσερεις γραμμές του γηπέδου…
Σταριλίκι και κόντρες
Οι ικανότητες του Μπάρκλεϊ δε χωρούσαν αμφισβήτηση και αυτό ήταν πασιφανές τη σεζόν 1987-1988. Έχοντας αναλάβει καθήκοντα ηγέτη για λογαριασμό των Σίξερς στη μετά-Έρβινγκ εποχή, ο «Σερ» ξεσάλωσε κυριολεκτικά τινάζοντας στον αέρα τη στατιστική υπηρεσία του NBA: 28.3 πόντοι, 11.9 ριμπάουντ, 3.2 ασίστ και 58.7 % ποσοστό ευστοχίας στα σουτ. Όλα τα παραπάνω του εξασφάλισαν τη δεύτερη συνεχόμενη πρόσκλησή του στο All Star Game (σ.σ. και θα ακολουθούσαν άλλες 9 διαδοχικές παρουσίες ακατάπαυστα στο κορυφαίο happening της mid-season) και την πρώτη ψήφισή του στην Καλύτερη Πεντάδα του NBA. Οι Σίξερς, ωστόσο, με την αποχώρηση του Μαλόουν και του Έρβινγκ είχαν χάσει την αίγλη του παρελθόντος και το 1988 απέτυχαν ακόμα και να προκριθούν στα πλέι-οφ. Ήταν πλέον γεγονός. Η ομάδα βρισκόταν σε φάση αναδόμησης, με τα όνειρα για τίτλους να φαντάζουν απατηλά ακόμα και για το φιλόδοξο μυαλό του Μπάρκλεϊ.
Στην τριετία 1988-1991 η Φιλαντέλφια θα πραγματοποιούσε τρία ταξίδια στην post-season (1989, 1990 και 1991), όμως το καλύτερο που θα κατάφερνε να πετύχει ήταν να φτάσει μέχρι τα ημιτελικά της Ανατολικής Περιφέρειας το 1990 και το 1991. Ο Μπάρκλεϊ, έχοντας πλέον μόνιμα καπαρωμένη τη θέση του κάθε χρόνο στο All Star Game και στην Καλύτερη Πεντάδα του NBA, και με τα στατιστικά του να κυμαίνονται στους 25.2-27.6 πόντους και τα 10.1-12.5 ριμπάουντ (σ.σ. μάλιστα το 1990 έπιασε και το υψηλότερο ποσοστό ευστοχίας της καριέρας του στα σουτ, με 60 %) άρχισε να αγανακτεί από τη μετριότητα των συμπαικτών του και την ανικανότητά τους να τον βοηθήσουν να κάνει το παραπάνω βήμα.
Το αποτέλεσμα; Ο γνωστός αθυρόστομος «Σερ», πάνω στην οργή του, άρχισε να ξεσπάει κατά δικαίων και αδίκων, κάνοντας τη μια εμπρηστική δήλωση μετά την άλλη. «Οι Σίξερς είναι μια κακή ομάδα που πρέπει ν’ αγγίξει την τελειότητα στο παιχνίδι της για να κερδίσει οποιοδήποτε παιχνίδι», είχε δηλώσει ύστερα από μια ήττα το 1987, για να τιμωρηθείς εν συνεχεία με πρόστιμο ύψους 3.000 δολαρίων από τη διοίκηση. Αυτό όμως ποσώς τον επηρέασε και η συνέχεια υπήρξε ανάλογη. Ύστερα από μια ντροπιαστική ήττα, δε δίστασε να ξεστομίσει το αμίμητο πως «ύστερα από τέτοιες ήττες πηγαίνεις στο σπίτι σου και βαράς τη γυναίκα και τα παιδιά σου», δήλωση που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από τους εκπροσώπους των γυναικείων δικαιωμάτων.
Και όσο για τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι σημαδεύοντας μια για πάντα την καριέρα του, αυτή ήταν ένα περιστατικό που έλαβε χώρα το Μάρτιο του 1991 στο Νιου Τζέρσι. Ένας φίλαθλος τον έβριζε καθόλη τη διάρκεια του αγώνα με ρατσιστικά επίθετα, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή ο «Τσακ» να χάσει την ψυχραιμία του και να επιχειρήσει να τον φτύσει. Ωστόσο, για κακή του τύχη, αντί να πετύχει τον προκλητικό φίλαθλο έφτυσε ένα μικρό κοριτσάκι. Αυτό ήταν! Ο Ροντ Θορν εξοργισμένος τον τιμώρησε με αποκλεισμό και πρόστιμο 10.000 δολαρίων. Τι και ο Μπάρκλεϊ ήταν ο MVP του All Star Game το 1991 και δεύτερος στην ψηφοφορία για τον MVP του πρωταθλήματος το 1990; Η δημόσια εικόνα του είχε πληγεί ανεπανόρθωτα. Ωστόσο ακόμα και από αυτό κέρδισε ένα μάθημα, όπως δήλωσε ο ίδιος χρόνια αργότερα: «Απ’ αυτό το ατυχές περιστατικό, αντιλήφθηκα ότι ήμουν πολύ νευρικός εξαιτίας της επιθυμίας μου να κερδίσω. Έπρεπε να ηρεμήσω και να αρχίσω να σέβομαι περισσότερο το παιχνίδι, αντί να με απασχολεί το πώς θα κερδίσω με κάθε δυνατό και αδύνατο τρόπο».
Ένα κεφάλαιο τελειώνει, μια αναγέννηση αρχίζει!!
Στο ξεκίνημα της περιόδου 1991-1992 τα πάντα προοιώνιζαν πως αυτή θα ήταν και η τελευταία χρονιά του Τσαρλς Μπάρκλεϊ στη Φιλαδέλφεια, παρόλο που θα πίστευε κανείς πως η αλλαγή στο νούμερο της φανέλας του από το 34 στο 32 (σ.σ. προς τιμήν του Μάτζικ Τζόνσον που στο ξεκίνημα της χρονιάς αποκάλυψε πως είναι φορέας του AIDS) σήμαινε ουσιαστικά μια καινούργια αρχή. Ο ίδιος, άλλωστε, δε δίσταζε σε κάθε περίπτωση να φανερώσει τη δυσαρέσκειά του. Με τον Τύπο της περιοχής ήταν στα μαχαίρια, αποκαλώντας σε κάθε ευκαιρία «ρατσιστές» τους ντόπιους ρεπόρτερ, ενώ με τους οπαδούς οι σχέσεις του είχαν φτάσει να κρέμονται σε τεντωμένο σκοινί, εξαιτίας των διαδοχικών του δηλώσεων τύπου «κάνω ό,τι μου αρέσει και δε μου καίγεται καρφί για το τι πιστεύει ο κόσμος για μένα». Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, ο «Τσακ» με τη συμπεριφορά του κατάφερε να χάσει και τους όποιους τελευταίους υποστηρικτές είχε μέσα στους κόλπους της ομάδας, όταν κατά τη διάρκεια της σεζόν τοποθέτησε μια επιγραφή στα αποδυτήρια που ανέγραφε πως «η περίοδος του γκολφ ξεκινάει τον Απρίλιο, όταν δηλαδή τελειώνει η κανονική περίοδος του NBA», υπονοώντας καθαρά και ξάστερα κατ’ αυτόν τον τρόπο πως δεν πίστευε πως οι Σίξερς θα προκρίνονταν στα πλέι-οφ.
Το πόσο αδιάφορος ήταν φάνηκε και από τις αγωνιστικές του επιδόσεις στον τελευταίο του χρόνο με τη φανέλα των Σίξερς. Οι αριθμοί του, παρόλο που παρέμειναν σε πάρα πολύ υψηλό επίπεδο (23.1 πόντοι, 11.1 ριμπάουντ και 4.1 ασίστ), ωστόσο φανέρωναν μια αισθητή πτώση σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Ο μέσος όρος του στο σκοράρισμα για πρώτη φορά ύστερα από το 1987 έπεσε κάτω από τους 25 πόντους, ενώ και το ποσοστό ευστοχίας του στα σουτ αν και ιδιαίτερα υψηλό (55.2 %) ήταν το χαμηλότερο που είχε να επιδείξει από τη ρούκι χρονιά του. Η ψήφισή του στη Δεύτερη Καλύτερη Πεντάδα του πρωταθλήματος, ύστερα από τέσσερα συνεχόμενα χρόνια παρουσίας στην Πρώτη, ήταν απλά η καλύτερη επιβεβαίωση πως η καριέρα του στους Σίξερς έπρεπε να τερματιστεί για καλό τόσο του ίδιου όσο και της ομάδας.
Η μεγάλη στιγμή δεν άρχισε να φτάσει. Τον Ιούλιο του 1992 ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ μεταγράφηκε στους Φίνιξ Σανς ως αντάλλαγμα για τους Άντριου Λανγκ, Τζεφ Χόρνασεκ και Τιμ Πέρι. Ο ενθουσιασμός του γι’ αυτό το νέο ξεκίνημα στην καριέρα του ήταν τεράστιος και φάνηκε περίτρανα και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης, όπου ο «Σερ» κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο ως μέλος της πρώτης και μοναδικής «Dream Team». Ο Μπάρκλεϊ ήταν με διαφορά ο πιο ενθουσιώδης παίκτης της ομάδας και ο αγαπημένος των δημοσιογράφων, καθώς με τις ενέργειές του εντός αγωνιστικών χώρων (όπως η αγκωνιά στον Ζαν Ζακ Κονσεϊσάο της Ανγκόλας), αλλά κι εκτός (με τις μόνιμα χιουμοριστικές ατάκες του) τον είχαν αναγάγει στην πλέον γραφική φιγούρα της πιο λαμπερής ομάδας μπάσκετ που πάτησε ποτέ στα παρκέ του πλανήτη. Ο στόχος όμως του ίδιου ήταν ένας και αυτονόητος. Ο Μπάρκλεϊ ήθελε το πρωτάθλημα και το ήθελε τώρα!
Οι «Ήλιοι» ανατέλλουν
Οι Φίνιξ Σανς της περιόδου 1992-1993 ήταν η ιδανική ομάδα για τον «Τσακ», προκειμένου να διεκδικήσει τον τίτλο, καθώς το ρόστερ τους πληρούσε τα εχέγγυα για κάτι τέτοιο απ’ όποια άποψη κι αν το έβλεπε κανείς. Με έναν εν ενεργεία All Star στη θέση του πλέι-μέικερ (Κέβιν Τζόνσον), έναν επίσης εν ενεργεία All Star στη θέση του σούτινγκ-γκαρντ (Νταν Μάερλι), έναν από τους πιο ταλαντούχους ρούκι του πρωταθλήματος (Ρίτσαρντ Ντούμας), δυο κολώνες στη θέση του σέντερ (Όλιβερ Μίλερ και Μαρκ Γουέστ) κι έναν πάγκο που περιλάμβανε έναν πρωταθλητή (Ντάνι Έιντζ), έναν άλλοτε τεράστιο σκόρερ επιπέδου All Star (Τομ Τσέιμπερς) κι έναν ανερχόμενο σούπερ-σταρ με ικανότητες… καλαθομηχανής (Σέντρικ Σεμπάλος), οι Σανς με την προσθήκη του Τσαρλς Μπάρκλεϊ φάνταζαν ως το αδιαφιλονίκητο φαβορί για την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Και στην πράξη (βλέπε κανονική περίοδος) δικαίωσαν και με το παραπάνω την ταμπέλα τους.
Το Φίνιξ τερμάτισε πρώτο σε ολόκληρο το NBA με 62 νίκες και 20 ήττες και είχε το απόλυτο πλεονέκτημα έδρας μέχρι τους τελικούς. Και ο «Τσακ» απ’ την πλευρά του πραγματοποίησε την ουσιαστικότερη και ποιοτικότερη χρονιά της καριέρας του, όντας ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης μιας ομάδας στην οποία γούσταρε πολύ να παίζει. Στο τέλος της χρονιάς αναδείχτηκε Πολυτιμότερος Παίκτης με τα στατιστικά του να βγάζουν μάτια: 25.6 πόντοι, 12.2 ριμπάουντ, 5.1 ασίστ και 1.6 κλεψίματα. Φυσικά, αναδείχτηκε πάλι All Star και ύστερα από απουσία ενός χρόνου ψηφίστηκε ξανά στην Καλύτερη Πεντάδα του πρωταθλήματος. Όλα αυτά όμως μικρή σημασία είχαν για τον ίδιο μπροστά στο όραμα του τίτλου που έβλεπε για πρώτη-και τελευταία-φορά τόσο ξάστερα μπροστά του.
Οι Σανς στα πλέι-οφ -αν και με αρκετή δυσκολία- αποδείχτηκαν αντάξιοι του τίτλου του φαβορί, αποκλείοντας διαδοχικά στη Δυτική Περιφέρεια τους Λέικερς (3-2), τους Σπερς (4-2) και τους Σόνικς (4-3). Ο «Τσακ» για πρώτη φορά στην καριέρα του βρισκόταν στους τελικούς και απέναντί του είχε τη μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας του: να εκθρονίσει τον Μάικλ Τζόρνταν και τους Σικάγο Μπουλς από τη θέση του πρωταθλητή. Εις μάτην… Ο «Αέρινος» αποδείχτηκε ασταμάτητος για την άμυνα των «Ήλιων», κάνοντας σμπαράλια κάθε προσπάθεια του προπονητή Πολ Γουέστφαλ να τον περιορίσει. Ο Μπάρκλεϊ απ’ την πλευρά του αν και αποδείχτηκε πανέτοιμος για τη μεγάλη πρόκληση της καριέρας του (27.3 πόντοι, 13 ριμπάουντ και 5.5 ασίστ στους τελικούς), ωστόσο δεν μπορούσε από μόνος του ν’ αλλάξει τη μοίρα της ομάδας του, ούτε να συναγωνιστεί τον οίστρο του Τζόρνταν, ο οποίος είχε 41 πόντους κατά μέσο όρο στους τελικούς! Στο δια ταύτα; Οι Μπουλς κατέκτησαν τον τίτλο στο έκτο ματς, χάρη στο-ιστορικό πλέον-τρίποντο νίκης του Τζον Πάξον και πανηγύρισαν το πρώτο τους «three-peat». Ο «Σερ» αντιμετωπίζοντας προβλήματα με τον αγκώνα του, είχε σε 24 ματς στα πλέι-οφ 26.6 πόντους, 13.6 ριμπάουντ και 4.3 ασίστ. Η μεγάλη ευκαιρία για το πρωτάθλημα, όμως, είχε χαθεί. Και δυστυχώς δε θα ακολουθούσε άλλη…
Μια (ακόμα) «αδιάφορη» τριετία
Η αιφνίδια αποχώρηση του «Air» από την ενεργό δράση στο ξεκίνημα της περιόδου 1993-1994, αυτόματα έδωσε θάρρος σε όλους τους σταρ που προσδοκούσαν να κατακτήσουν επιτέλους το πολυπόθητο δαχτυλίδι. Οι Τζαζ των Στόκτον-Μαλόουν, οι Σόνικς των Πέιτον-Κεμπ, οι Νικς του Πάτρικ Γιούιν, οι Πέισερς του Ρέτζι Μίλερ και οι Ρόκετς του Χακίμ Ολάζουον ήταν μερικές μόνο από τις ομάδες που έμοιαζαν να πληρούν τις προϋποθέσεις για να διαδεχτούν τους «Ταύρους». Κανένας όμως από αυτούς τους συλλόγους δεν έμοιαζε πιο έτοιμος για τον τίτλο από τους Φίνιξ Σανς που την προηγούμενη χρονιά είχαν «τρομοκρατήσει» το NBA, αποτυγχάνοντας μόνο στον περιορισμό του Τζόρνταν. Πλέον, με τον «Αέρινο» εκτός εικόνας το πεπρωμένο τους έμοιαζε να τους δείχνει τον δρόμο για το πρωτάθλημα. Μάταια όμως…
Η σεζόν 1993-1994 αποδείχτηκε η πιο περιπετειώδης για τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ, με τα προβλήματα τραυματισμών να τον ταλαιπωρούν ακατάπαυστα και να τον αναγκάζουν να χάσει 17 αγώνες. Η παραγωγικότητά του έπεσε αισθητά σε πόντους (21.6), ριμπάουντ (11.2), ασίστ (4.6), αλλά και στο ποσοστό ευστοχίας του, όπου για πρώτη φορά στην καριέρα του έπεσε κάτω από το 50 % (49.5 %). Έστω κι έτσι, επιλέχθηκε στο All Star Game (αλλά δεν αγωνίστηκε λόγω τραυματισμού) και ψηφίστηκε στη Δεύτερη Καλύτερη Πεντάδα. Όμως οι Σανς, εν τη απουσία του ηγέτη τους είχαν χάσει τον ρυθμό τους και την ομοιογένειά τους. Ακόμα και στα πλέι-οφς όπου ο «Σερ» αναγεννήθηκε (27.6 πόντοι, 13 ριμπάουντ και 4.8 ασίστ), οι «Ήλιοι» αποδείχτηκε πως δεν είχαν τη στόφα του πρωταθλητή που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Αν και απέκλεισαν στην πρώτη φάση τους Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς, με τον Μπάρκλεϊ να πραγματοποιεί την κορυφαία εμφάνιση της καριέρας του στο τρίτο ματς (56 πόντοι, 14 ριμπάουντ, 4 ασίστ και 3 κλεψίματα), ωστόσο στα ημιτελικά της Δύσης το εμπόδιο των μετέπειτα πρωταθλητών, Χιούστον Ρόκετς, αποδείχτηκε αδιαπέραστο. Αδυνατώντας να αντιπαρατάξουν έναν έστω αξιοπρεπή σέντερ απέναντι στο ταλέντο του Χακίμ Ολάζουον, οι Σανς υποτάχθηκαν στην ανωτερότητα του Νιγηριανού σταρ, ύστερα από εφτά αγώνες και πήγαν σχετικά νωρίς αυτή τη φορά σπίτια τους. Ο Μπάρκλεϊ δε απογοητευμένος από τη χαμένη ευκαιρία και καταπονημένος από τους τραυματισμούς άρχισε για πρώτη φορά να συζητάει στα σοβαρά το σενάριο πιθανής αποχώρησής του. «Κέρδισα μεγάλη δόξα και απέκτησα πολύ χρήμα από το μπάσκετ, όμως πλέον νιώθω να φτάνει το τέλος», είχε πει σε ανύποπτη φάση. Όμως ευτυχώς, απ’ ό,τι αποδείχτηκε, αυτή η στιγμή θα καθυστερούσε λίγο ακόμα.
Όπως και να ‘χει, ο Σερ στη διετία 1994-1996 συνειδητοποίησε ότι είχε χάσει την ευκαιρία του να γίνει η μεγαλύτερη φίρμα του NBA και οι εξελίξεις στα τεκταινόμενα του πρωταθλήματος άφηναν τον ίδιο μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας προς χάρη άλλων παικτών. Η ξεκάθαρη κυριαρχία του Χακίμ Ολάζουον στη διετία 1993-1995 με τους ισάριθμους τίτλους, η συνεχιζόμενη άνοδος και προβολή του Σακίλ Ο’ Νιλ, η επιστροφή του Μάικλ Τζόρνταν και η αναμενόμενη αναγέννηση των Σικάγο Μπουλς, η εμπορικότητα του Σον Κεμπ και η άφιξη νέων σταρ στο πρωτάθλημα όπως οι Γκραντ Χιλ και Ανφέρνι Χάρνταγουεϊ, ήταν τα βασικότερα θέματα συζήτησης στους κύκλους της λίγκας στο διάστημα εκείνο, με αποτέλεσμα ο γνωστός ναρκισσιστής «Τσακ» να αισθάνεται πως βρίσκεται στο περιθώριο.
Βεβαίως, οι αριθμοί του μόνο κάτι τέτοιο δε φανέρωναν (περισσότεροι από 23 πόντους και 11 ριμπάουντ), ωστόσο ήταν φανερό πως η μεγάλη ευκαιρία των Σανς είχε περάσει και δε θα του δινόταν ποτέ ξανά η δυνατότητα να διεκδικήσει με τη φανέλα τους το πρωτάθλημα. Στα πλέι-οφ του 1995 το πάλεψε αρκετά οδηγώντας την ομάδα του μέχρι τα ημιτελικά της Δυτικής Περιφέρειας, όμως και πάλι ο «κακός δαίμονάς» του (Χιούστον Ρόκετς) του στέρησε το παραπάνω βήμα, αποκλείοντας για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά τους Σανς στα εφτά ματς-και κατακτώντας, κατά τραγική σύμπτωση για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά το πρωτάθλημα.
Έχοντας χάσει μέσα σε δυο συνεχόμενα χρόνια (1994-1996) 25 αγώνες συνολικά λόγω τραυματισμών, ο «Σερ» πήρε την απόφαση ύστερα από τη λήξη των πλέι-οφ του 1996 και τον άδοξο αποκλεισμό του Φίνιξ με σκορ 3-1 από τους Σαν Αντόνιο Σπερς να ζητήσει μεταγραφή σε μια ομάδα που θα του έδινε τη δυνατότητα να διεκδικήσει τον τίτλο. Στα 33 του χρόνια, εξάλλου, έβλεπε πως τα περιθώρια είχαν αρχίσει να στενεύουν επικίνδυνα.
Μια «ρουκέτα» στην υπηρεσία του Χιούστον
Το καλοκαίρι του 1996 αποδείχτηκε κομβικό για τις ισορροπίες των μεγάλων δυνάμεων του NBA, καθώς τρεις μεγάλοι σούπερ-σταρ αποφάσισαν ν’ αλλάξουν φανέλα. Ο Σακίλ Ο’Νιλ άφησε τους Ορλάντο Μάτζικ για τους Λος Άντζελες Λέικερς, ο Λάρι Τζόνσον ανταλλάχθηκε από τους Σάρλοτ Χόρνετς στους Νιου Γιορκ Νικς και ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ έγινε επίσης ανταλλαγή από τους Φίνιξ Σανς στους Χιούστον Ρόκετς. Από τις τρεις αυτές μεγάλες μετακινήσεις, πάντως, εκείνη του «Τσακ» προκάλεσε τη μικρότερη έκπληξη. Κι αυτό, γιατί οι Ρόκετς είχαν εκφράσει από πολύ πιο πριν την επιθυμία τους να τον αποκτήσουν, κάτι που παραδέχτηκε και ο ίδιος ο «Σερ» στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε με τη φανέλα της καινούργιας του ομάδας: «Δεν είμαι κανάς πιτσιρικάς. Είμαι ένας βετεράνος της λίγκας, στα 33 του χρόνια. Το ότι εδώ κι ενάμιση χρόνο συζητούσαν τρόπους για να με αποκτήσουν, δείχνει ότι πραγματικά με ήθελαν κοντά τους».
Και είχε δίκιο! Το πόσο πολύ ήθελαν οι Ρόκετς να εντάξουν τον Μπάρκλεϊ στο δυναμικό τους αποδείχτηκε περίτρανα από το γεγονός ότι στο πλαίσιο της μεταγραφής του δέχτηκαν να παραχωρήσουν στους Σανς δυο παίκτες-κλειδιά στα πρωταθλήματα της ομάδας το 1995 και το 1996: τον Ρόμπερτ Χόρι και τον Σαμ Κασέλ. Όμως, σε κάθε περίπτωση κανείς δε θα μπορούσε να τους κατακρίνει γι’ αυτήν τους την κίνηση, καθώς πλέον είχαν ένα ρόστερ, στο οποίο φιγουράριζαν τρεις Hall Of Famers, τρία «ιερά τέρατα» του αθλήματος.
Στο Χιούστον, λοιπόν, ο «Σερ» συνάντησε τον Χακίμ Ολάζουον και τον Κλάιντ Ντρέξλερ και μαζί συνέθεσαν τους «Big Three» του πρωταθλήματος. Ο ρόλος του στη νέα του ομάδα ήταν ξεκάθαρος. Δε θα χρειαζόταν να επωμιστεί όλο τα επιθετικό βάρος, ούτε να είναι ο ηγέτης. Η παρουσία των Ντρέξλερ-Ολάζουον θα τον απεγκλώβιζε από πολλές καταστάσεις πίεσης, επιτρέποντάς του να κάνει το παιχνίδι του κατά το δοκούν. Τα αποτελέσματα φάνηκαν με το καλημέρα. Στο πρώτο του παιχνίδι με τη φανέλα των Χιούστον Ρόκετς, ο Μπάρκλεϊ άρτι αφιχθείς με το χρυσό μετάλλιο στις αποσκευές του από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα και την αυτοπεποίθηση στα ύψη, μάζεψε 33 ριμπάουντ (!), κάνοντας ατομικό ρεκόρ καριέρας και οι πάντες βιάστηκαν να αποδώσουν στο Χιούστον την ταμπέλα του φαβορί από τη Δύση. Και πολύ πιθανό ν’ αποδεικνυόταν και στην πράξη αυτό, αν ο «Σερ» δεν έχανε τεράστιο αριθμό αγώνων στην κανονική περίοδο, εξαιτίας τραυματισμών και πειθαρχικών παραπτωμάτων (όπως ενός καυγάς με τον Σακίλ Ο’ Νιλ). Έτσι, από τους 82 αγώνες της χρονιάς συνολικά ο «Τσακ» έδωσε το «παρών» στους 53 μόλις, έχοντας ν’ αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα υγείας με τη μέση του και τον δεξιό του αστράγαλο. Έστω κι έτσι όμως, ήταν ο κορυφαίος ριμπάουντερ της ομάδας, με 13.2 «σκουπίδια» ανά αγώνα (δεύτερη καλύτερη επίδοση της καριέρας του) και ο δεύτερος καλύτερος σκόρερ με 19.2 πόντους, πίσω μόνο από τον Χακίμ. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά, ύστερα από τη ρούκι σεζόν του, που έπεφτε κάτω από τους 20 πόντους. Εκεί, όμως, που ανατράπηκαν πραγματικά τα δεδομένα για τη νέα του ομάδα ήταν στα πλέι-οφ.
Οι Χιούστον Ρόκετς κατάφεραν να αποκλείσουν εύκολα στον πρώτο γύρο τη Μινεσότα (3-0) και δύσκολα στα ημιτελικά της Δυτικής Περιφέρειας το Σιάτλ (4-3), για να φτάσουν ν’ αντιμετωπίσουν στους τελικούς της Δύσης τους Γιούτα Τζαζ. Σε μια επιβλητική σειρά αγώνων που κρίθηκε στα έξι ματς, οι Ρόκετς αποδείχτηκαν πολύ κουρασμένοι για ν’ ανταποκριθούν στα εξαντλητικά pick-n-roll που έστηνε ο Τζον Στόκτον για τους συμπαίκτες του και ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ απ’ την πλευρά του ηττήθηκε στην κόντρα του με τον Καρλ Μαλόουν. Εκτός αυτού, δημιούργησε και βεντέτα με τον Τζον Στόκτον υποστηρίζοντας ότι ο λευκός γκαρντ έχει την εύνοια των διαιτητών. «Προφανώς, οι διαιτητές δεν έχουν καμία όρεξη να δουλέψουν σωστά. Επιτρέπουν στον Στόκτον να δίνει ένα σωρό χτυπήματα στα σκριν, επειδή είναι μικρόσωμος, ενώ αν τα έκανε κάποιος άλλος αυτά όλοι θα έλεγαν ότι παίζει αντιαθλητικά. Προσποιούνται πως δε βλέπουν τι γίνεται μπροστά τους», δήλωσε ο «Σερ» ύστερα από τον δεύτερο αγώνα της σειράς κι ενώ πιο πριν είχε φροντίσει να ξαπλώσει με αντιαθλητικό φάουλ τον πλέι-μέικερ της Γιούτα.
Ωστόσο, όπως είθισται να συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, τα λόγια ήταν… φτώχεια. Οι Τζαζ πήραν την πρόκριση για τους τελικούς στο έκτο και τελευταίο ματς και ο Τζον Στόκτον ήταν ο αδιαφιλονίκητος MVP του αγώνα σκοράροντας τους 13 από τους 19 τελευταίους πόντους της ομάδας του, μεταξύ αυτών και το τρίποντο της νίκης μπροστά μάλιστα στα μούτρα του Μπάρκλεϊ. Με την λήξη της σειράς ο άσος των Ρόκετς δεν μπορούσε να κρύψει την πίκρα του, βγάζοντας χολή ενάντια σε όλους. Ενάντια σε συμπαίκτες του που «δεν είχαν το αγωνιστικό πνεύμα που έπρεπε». Ενάντια σε μια εκφωνήτρια του NBC, από την οποία πήρε την αφορμή για να υποστηρίξει πως «οι γυναίκες δεν έχουν καμιά δουλειά με τα αντρικά αθλήματα». Μέχρι και από τον ίδιο του τον εαυτό, αν κρίνουμε από την δήλωσή του πως «αισθάνομαι τελειωμένος». Η πιο σωστή παρατήρησή του, όμως, ειπώθηκε όταν τα πράγματα είχαν ηρεμήσει κάπως: «Αν ο Κλάιντ, ο Χακίμ κι εγώ ήμασταν πέντε χρόνια νεότεροι δε θα υπήρχε αντίπαλος να μας κερδίσει. Όμως είμαστε μεγάλοι πλέον και κάθε χρόνο που περνάει θα γινόμαστε ακόμα λιγότερο καλοί».
Τα λόγια του αποδείχτηκαν προφητικά και από δυο ακόμα στατιστικά στοιχεία. Αυτή ήταν η τελευταία σεζόν που ο Μπάρκλεϊ επιλέχθηκε σε All Star Game (όπως και ο Ολάζουον), καθώς και η πρώτη φορά ύστερα από το 1985 που το όνομά του απουσίαζε από κάποια από τις τρεις Καλύτερες Πεντάδες του NBA. Η ανάδειξή του σε έναν από τους 50 Κορυφαίους Παίκτες Όλων Των Εποχών ήταν προφανώς η κορυφαία διάκριση της καριέρας του, όμως δεν είχε σχέση με το παρόν αλλά με το παρελθόν. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα πια…
Καθίζηση, τραυματισμοί και τίτλοι τέλους
Ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ δε θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος. Δε θα του το επέτρεπαν οι τραυματισμοί του να είναι ποτέ ξανά ο ίδιος. Δε θα του το επέτρεπε η ηλικία του να είναι ποτέ ξανά ο ίδιος. Και δε θα του το επέτρεπαν οι αντίπαλοί του να είναι ποτέ ξανά ο ίδιος…
Στο ξεκίνημα της περιόδου 1997-1998, ο άλλοτε κυρίαρχος πάουερ-φόργουορντ ήταν φανερό πως αδυνατούσε να συναγωνιστεί τους κορυφαίους φόργουορντ και σέντερ των αντίπαλων ομάδων. Ως απόρροια τούτου πραγματοποίησε τη χειρότερη -σε μέσους όρους- χρονιά της καριέρας του, ύστερα από τη ρούκι σεζόν του, έχοντας 15.2 πόντους και 11.7 ριμπάουντ, ενώ τα προβλήματα τραυματισμών τον κράτησαν για 14 αγώνες εκτός αγωνιστικών χώρων. Σα να μην έφτανε αυτό, στα πλέι-οφ παρουσιάστηκε αγνώριστος και με στατιστικά που προκαλούσαν οίκτο: μόλις 9 πόντοι και 5.3 ριμπάουντ σε κάτι λιγότερο από 22 λεπτά συμμετοχής. Οι Ρόκετς αποκλείστηκαν στα πέντε ματς στον πρώτο γύρο των πλέι-οφ από τους Τζαζ και ο ίδιος ο «Σερ», έχοντας αναλάβει καθήκοντα έκτου παίκτη, ηττήθηκε για δεύτερη συνεχή χρονιά κατά κράτος στη μονομαχία του με τον Καρλ Μαλόουν. Όπως και η ομάδα του, όμως, έτσι και ο «Τσακ» δεν ήταν διατεθειμένος να τα παρατήσει.
Η αποχώρηση του Κλάιντ Ντρέξλερ με τη λήξη της αγωνιστικής περιόδου σε πρώτη φάση απογοήτευσε τους ιθύνοντες το Χιούστον. Ωστόσο η μεγαλύτερη γιατρειά στον πόνο τους ήρθε λίγο καιρό αργότερα όταν ο πρωταθλητής κι ένας απ’ τους κορυφαίους παίκτες όλων των εποχών, Σκότι Πίπεν, δέχτηκε να φορέσει τη φανέλα τους και να συνθέσει μαζί με τους Ολάζουον-Μπάρκλεϊ μια νέα εκδοχή των «Big Three». Η συγκυρία ήταν ευνοϊκή και από μια ακόμα άποψη. Το λοκ-άουτ στο NBA το καλοκαίρι του 1998 και η λήξη του μέσα στο χειμώνα του 1999 προϋπέθετε πως η αγωνιστική σεζόν που θα ξεκινούσε θα ήταν «κουτσουρεμένη», με 50 αγώνες αντί για 82. Αυτό ευνοούσε τους Ρόκετς για έναν και προφανή λόγο: λιγότεροι αγώνες ίσον λιγότερη κούραση, τουτέστιν περισσότερες δυνάμεις για τα πολυταλαιπωρημένα «γερόντια» της ομάδας (σ.σ. ο Πίπεν τότε ήταν 33 ετών και οι Μπάρκλεϊ-Ολάζουον διένυαν ήδη το 35ο έτος της ηλικίας τους).
Ο «Σερ», πάντως, προτού καν ξεκινήσει η αγωνιστική σεζόν είχε φροντίσει γι’ ακόμα μια φορά να προκαλέσει αίσθηση με τις δηλώσεις του αναφορικά με το λοκ-άουτ. «Με το λοκ-άουτ κάναμε όλοι μεγάλη ζημιά στο άθλημα, όμως δε γινόταν αλλιώς», ξεκίνησε με ήρεμους τόνους την τοποθέτησή του, για να πάρει ύστερα το στόμα του… φωτιά, σε ερώτηση σχετικά με τη λαϊκή κατακραυγή του κόσμου προς τα ακριβοπληρωμένα αστέρια του NBA: «Δε με νοιάζει το κράξιμο των φιλάθλων προς το πρόσωπό μας. Εγώ προσωπικά είμαι αποφασισμένος να πάω στο γήπεδο και να κάνω τη δουλειά μου, ακόμα και αν παίζω σε άδειες εξέδρες. Δεν ενδιαφέρομαι για τη συμπεριφορά των οπαδών. Έπρεπε κι εμείς να κοιτάξουμε το συμφέρον μας».
Επί της ουσίας, βέβαια, το συμφέρον του Μπάρκλεϊ είχε να κάνει με μια τελευταία απόπειρα για το δαχτυλίδι. Τα στατιστικά του, ελάχιστα βελτιωμένα εν συγκρίσει με την προηγούμενη σεζόν (16.1 πόντοι, 12.3 ριμπάουντ και 4.6 ασίστ) δεν προβλημάτιζαν ιδιαίτερα το προπονητικό επιτελείο των «Ρουκετών», καθώς ήταν δεδομένο πως η παρουσία του Πίπεν στην ομάδα αυτόματα θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στα νούμερα των άλλων δυο σούπερ-σταρ. Το βασικότερο πρόβλημα ήταν αλλού. Οι Ρόκετς δεν κατάφεραν σε κανένα σημείο της σεζόν να αποκτήσουν την επιθυμητή ομοιογένεια, αδυνατώντας να εντάξουν το all around και ιδιαίτερο αγωνιστικό στιλ του «Ινδιάνου» στο παιχνίδι τους. Τοιουτοτρόπως, το Χιούστον πραγματοποίησε μια μέτρια σεζόν (31 νίκες-19 ήττες), ενώ και ο Μπάρκλεϊ γι’ ακόμα μια φορά τα τελευταία χρόνια δεν κατάφερε να μείνει υγιής λείποντας από οκτώ παιχνίδια. Ακόμα κι έτσι, όμως, κατά τη διάρκεια της κανονικής περιόδου πέτυχε κάτι σπάνιο: έγινε ο δεύτερος παίκτης ύστερα από τον Ουίλτ Τσάμπερλεν, που είχε καταγράψει στην καριέρα του πάνω από 23.000 πόντους, 12.000 ριμπάουντ και 4.000 ασίστ.
Ακόμα καλύτερα, στα πλέι-οφ ο «Σερ» θύμισε πάλι τον παλιό καλό εαυτό του. Θαρρείς και γνώριζε πως αυτή θα ήταν η τελευταία του παρουσία στην post-season, ο «Τσακ» αναγεννήθηκε και απέδωσε για τελευταία φορά στην καριέρα του σε υψηλό επίπεδο, έχοντας 23.5 πόντους. 13.8 ριμπάουντ, 3.8 ασίστ και 53 % στα σουτ. Οι Ρόκετς στο σύνολό τους, όμως, αποδείχτηκαν κατώτεροι του αναμενομένου ενάντια στους νεανικούς και φιλόδοξους Λέικερς του Σακίλ και του Κόμπε, με αποτέλεσμα να αποκλειστούν στον πρώτο γύρο και μάλιστα σχεδόν αμαχητί (3-1).
Απογοητευμένος, αποκαμωμένος, με συνεχόμενα προβλήματα τραυματισμών και με τα 36 χρόνια της ηλικίας του να φαντάζουν ιδιαίτερα βαριά για το ταλαιπωρημένο κορμί του, ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ παρουσιάστηκε για τελευταία χρονιά στα γήπεδα την περίοδο 1999-2000. Ο ρόλος του πλέον -όπως και του Ολάζουον- ήταν διαφορετικός, καθώς η άφιξη του Στιβ Φράνσις από το ντραφτ καθιστούσε σαφές πως τα κλειδιά της ομάδας θα έφευγαν πια από τα χέρια τα δικά του και του Χακίμ για να παραδοθούν στα νεανικά χέρια του ελπιδοφόρου νεαρού. Και πάλι, όμως, η παρουσία του στο γήπεδο ήταν ουσιαστικότατη με 15.1 πόντους και 10.9 ριμπάουντ στα πρώτα 19 ματς που αγωνίστηκε. Αλλά η ατυχία του χτύπησε γι’ ακόμα μια φορά την πόρτα. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1999, ο Μπάρκλεϊ υπέστη ρήξη του αριστερού του τένοντα και αποχώρησε υποβασταζόμενος απ’ το γήπεδο. Η τραγική ειρωνεία; Ο αγώνας αυτός ήταν ενάντια στους Σίξερς, την ομάδα απ’ όπου ξεκίνησε την καριέρα του.
Η αυλαία ουσιαστικά είχε πέσει, κάτι που το γνώριζε και ο ίδιος. Όντας όμως υπέρμετρα εγωιστής για να δεχτεί πως αυτή θα ήταν η τελευταία εικόνα που θα άφηνε στους φιλάθλους, επιχείρησε να επιστρέψει για ένα και μοναδικό παιχνίδι μέσα στη χρονιά, προκειμένου να αποχωρήσει από το μπάσκετ με τους δικούς του όρους. Στις 19 Απριλίου του 2000, λοιπόν, σε ένα εντός έδρας παιχνίδι ενάντιας στους (τότε) Βανκούβερ Γκρίζλις, ο «Σερ» αγωνίστηκε για έξι λεπτά και πέτυχε 2 πόντους ύστερα από δικό του επιθετικό ριμπάουντ. Η συγκεκριμένη σκηνή σηματοδότησε και τους τίτλους τέλους. Ο «Σερ» αποσύρθηκε από τον αγώνα μέσα σε standing ovation, αλλά δεν καταδέχτηκε γι’ ακόμα μια φορά να λυγίσει, δηλώνοντας πως: «Ο σημερινός αγώνας για μένα σήμαινε πολλά και δεν ξέρω αν μπορώ πραγματικά να σας κάνω να καταλάβετε τι εννοώ. Έχω κερδίσει κι έχω χάσει πολλούς αγώνες, ωστόσο η τελευταία ανάμνηση που είχα πριν απ’ το σημερινό παιχνίδι ήταν να με κουβαλάνε ανήμπορο έξω απ’ το γήπεδο. Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το χωνέψει ο νους μου. Ήθελα να αποσυρθώ από το άθλημα με τους δικούς μου όρους και να πατάω στα δικά μου πόδια». Για τον -από το 2006- Hall Of Famer αυτή ήταν άλλη μια πιστοποίηση αυτού που ανέκαθεν γνώριζαν άπαντες. Πως δηλαδή ήταν προορισμένος να πηγαίνει πάντοτε κόντρα στα δεδομένα με κάθε κόστος. Και να πετυχαίνει με τους δικούς του όρους.
Αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης του πρωταθλήματος το 1993, πέντε φορές μέλος της κορυφαίας πεντάδας (1988, 1989, 1990, 1991, 1993) κι άλλες τόσες μέλος της καλύτερης δεύτερης (1986, 1987, 1992, 1994, 1995), ενώ ήταν μέλος της κορυφαίας πεντάδας και ως ρούκι, το 1985. Επίσης, πήρε μέρος σε 11 All Star Game (1987-1997). Αποτέλεσε μέλος της «Dream Team», με την οποία κατέκτησε δύο χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, το 1992 στη Βαρκελώνη και το 1996 στην Ατλάντα. Η φανέλα του (Νο 34) έχει αποσυρθεί τόσο από τους Φιλαδέλφεια Σίξερς όσο και από τους Φοίνιξ Σανς, αλλά και από το πανεπιστήμιο Όμπερν, στο οποίο φοίτησε.
NBA Most Valuable Player (1993)
11× NBA All-Star (1987–1997)
5× All-NBA First Team (1988–1991, 1993)
5× All-NBA Second Team (1986–1987, 1992, 1994–1995)
All-NBA Third Team (1996)
NBA All-Rookie First Team (1985)
NBA All-Star Game MVP (1991)
NBA’s 50th Anniversary All-Time Team
#34 Retired by Philadelphia 76ers / Phoenix Suns
SEC Player of the Year (1984)
Career statistics Points 23,757 (22.1 ppg)
Rebounds 12,546 (11.7 rpg)
Assists 4,215 (3.9 apg)