Μετά από τους Τζόρνταν και Σαμπόνις τρίτο αφιέρωμα για μπασκετμπολίστα θρύλο,Τόνι Κούκοτς.Ένας shooter ύψους 2.11 που αγωνιζόταν και ως πλέι-μέικερ!!!
Με τα 2.11 μ. του ύψους του, ο Τόνι Κούκοτς θα μπορούσε κάλλιστα να αγωνίζεται ως σέντερ ή ακόμα και ως πάουερ φόργουορντ. Επί της ουσίας όμως, ο ίδιος γνώριζε ότι ήταν σμολ-φόργουορντ παρόλο που έπαιζε σαν πλέι-μέικερ και μάρκαρε τους αντίπαλους σούτινγκ-γκαρντ. Μήπως μπερδευτήκαμε ελαφρώς; Λογικό, διότι αυτό ακριβώς ήταν ο Τόνι Κούκοτς για τους αντίπαλους προπονητές. Ένας Γόρδιος Δεσμός, για τον οποίο δεν υπήρχε λύση.
Ας θυμηθούμε τον τελικό του Φάιναλ Φορ του 1993 κόντρα στον ΠΑΟΚ όπου έστειλε τον Ντούσαν Ίβκοβιτς αδιάβαστο αγωνιζόμενος για 40 λεπτά ως πλέι-μέικερ. Ας θυμηθούμε επίσης τα 11/12 τρίποντα που σημείωσε στα 19 του χρόνια μόλις κόντρα στην εθνική ομάδα εφήβων των ΗΠΑ, αγωνιζόμενος ως σούτινγκ-γκαρντ και ως σμολ-φόργουορντ.
Κι ας θυμηθούμε κυρίως τα πρωταθλήματα με τους Σικάγο Μπουλς, για τους οποίους αγωνζόταν ως έκτος παίκτης αντικαθιστώντας στην πεντάδα πότε τον Ρον Χάρπερ (πλέι-μέικερ) και πότε τον Λουκ Λόνγλεϊ (σέντερ).
Περισσότερο και πάνω απ’ όλα, όμως, ας θυμηθούμε πόσο ξεχωριστός παίκτης ήταν ο Κροάτης και σε πόσο μεγάλο βαθμό ενσάρκωνε την εικόνα ενός «all around» παίκτη. Αντικρίζοντας τον κόσμο απ’ τα 2.11 μ. μπορούσε να αγωνιστεί κυριολεκτικά από πλέι-μέικερ μέχρι σέντερ. Και το πιο αξιοθαύμαστο; Το έκανε να φαίνεται υπερβολικά απλό κι εύκολο. Σε τέτοιο βαθμό που να μην προκαλεί εντύπωση σε κανέναν το γεγονός ότι απ’ όπου πέρασε κατέκτησε τίτλους.
Ευρώπη
Ο Κούκοτς ξεκίνησε το μπάσκετ στη Γιουγκοπλάστικα και πρωτοεμφανίστηκε στο – τότε πολύ δυνατό – γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα τη σεζόν 1985-86, σε ηλικία μόλις 17 ετών. Λίγα χρόνια αργότερα έγινε γνωστός σε όλη την Ευρώπη ως μέλος των περίφημων «μωρών του Μάλκοβιτς», ενός πολύ νεανικού ρόστερ (Ράτζα, Περάσοβιτς, Τάμπακ) που κατέκτησε τρία συνεχόμενα Κύπελλα Πρωταθλητριών (1989, 1990, 1991), τα δύο στο πλαίσιο τριπλ κράουν.
Το καλοκαίρι του 1991 υπέγραψε στην ιταλική Μπενετόν Τρεβίζο με ένα γιγάντιο (για τα τότε δεδομένα) συμβόλαιο 13 εκατομμυρίων δολαρίων για πέντε χρόνια. Στην παρθενική του χρονιά οδήγησε την ομάδα στην κατάκτηση του πρώτου ιταλικού πρωταθλήματος της ιστορίας της, ενώ την επόμενη σεζόν έφτασε ως τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου όμως ηττήθηκε από τη Λιμόζ.
ΝΒΑ
Ο Κούκοτς είχε επιλεγεί στο ΝΒΑ (ντραφτ) το 1990 από τους Σικάγο Μπουλς, αλλά είχε προτιμήσει να παραμείνει στην Ευρώπη.
Τελικά το καλοκαίρι του 1993 έσπασε το συμβόλαιό του με την Μπενετόν και υπέγραψε στους Μπουλς, με τους οποίους θα αγωνιζόταν τα επόμενα εξίμισι χρόνια. Ο ρόλος του στην ομάδα ήταν αυτός του «έκτου παίκτη» – για την ακρίβεια, ο προπονητής Φιλ Τζάκσον έχτισε πάνω στις ικανότητές του ένα μοντέλο παίκτη που συνήθως δεν ξεκινούσε στην αρχική πεντάδα (εξ ου και το έκτος), γινόταν όμως το κλειδί σε πολλές τακτικές που εφαρμόζονταν στον αγώνα ανάλογα με την εξέλιξή του. Ήταν σταθερά ο τρίτος σκόρερ της περίφημης ομάδας του «θριπίτ» (τρεις συνεχόμενοι τίτλοι – 1996, 1997, 1998) μετά τους Τζόρνταν και Πίπεν, με μέσο χρόνο συμμετοχής γύρω στα 28 λεπτά ανά αγώνα. Τις σεζόν 1995-96 και 1997-98 ήταν επίσης δεύτερος στις ασίστ.
Μετά το πρωτάθλημα του 1998, οι Μπουλς μπήκαν σε τροχιά ανανέωσης του ρόστερ. Ο Κούκοτς έμεινε μέχρι τις αρχές του 2000, για να ακολουθήσουν σύντομα περάσματα από τους Σίξερς και τους Χοκς και τέλος μία τετραετία (2002-2006) στους Μιλγουόκι Μπακς, όπου έκλεισε την καριέρα του.
Εθνικές
Ο Κούκοτς ξεκίνησε από τις «μικρές εθνικές» της Γιουγκοσλαβίας. To 1987 αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής νέων, σκοράροντας στον τελικό 11 τρίποντα εναντίον της ομάδας των ΗΠΑ.
Ήταν στη δωδεκάδα της ανδρικής εθνικής στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας και τους Ολυμπιακούς της Σεούλ (1987 και 1988 αντίστοιχα), χωρίς να πάρει πολύ χρόνο συμμετοχής. Αντίθετα, είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στη χρυσή τριετία που ακολούθησε, κατακτώντας με τους «πλάβι» το Ευρωμπάσκετ 1989, το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 1990 και το Ευρωμπάσκετ 1991 – στα δύο τελευταία μάλιστα ψηφίστηκε MVP του τουρνουά.
Μετά τη διάλυση της ομοσπονδίας (1991) επέλεξε την Εθνική Κροατίας, με κορυφαία στιγμή το αργυρό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης (1992). Το 1996, μετά τους Ολυμπιακούς της Ατλάντας, αποσύρθηκε από την εθνική ομάδα μαζί με την υπόλοιπη «παλιά φρουρά» (Ράτζα, Τάμπακ, Βράνκοβιτς, Κόμαζετς κ.ά.), επέστρεψε όμως για μια τελευταία εμφάνιση στο Ευρωμπάσκετ 1999.
Συμμετείχε συνολικά σε 10 μεγάλες διοργανώσεις επιπέδου ανδρών (5 Ευρωμπάσκετ, 2 Παγκόσμια Πρωταθλήματα και 3 Ολυμπιακούς Αγώνες) και ανέβηκε στο βάθρο 8 φορές.
Τίτλοι
Διοργανώσεις εθνικών ομάδων
Ευρωμπάσκετ (2): 1989, 1991
Παγκόσμιο Πρωτάθλημα (1): 1990
MVP στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 1990 και το Ευρωμπάσκετ 1991
Διοργανώσεις συλλόγων
Πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας (4): 1988, 1989, 1990, 1991
Κύπελλο Γιουγκοσλαβίας (2): 1990, 1991
Πρωτάθλημα Ιταλίας (1): 1992
Κύπελλο Ιταλίας (1): 1993
Κύπελλο Πρωταθλητριών Ομάδων Ευρώπης (3): 1989, 1990, 1991
NBA (3): 1996, 1997, 1998
MVP του Final 4 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών: 1990, 1991, 1993
Έκτος Παίκτης της Χρονιάς στο NBA: 1996
Ατομικές βραβεύσεις
Mr. Europa: 1990, 1991, 1992, 1996
Euroscar: 1990, 1991, 1994, 1996, 1998
50 μεγαλύτεροι συντελεστές της Ευρωλίγκας (2008)
Career highlights and awards
3× NBA Champion (1996–1998)
NBA Sixth Man of the Year (1996)
NBA All-Rookie Second Team (1994)
3× Euroleague Final Four MVP (1990–1991, 1993)
9× European Basketball Player of the Year
Euroscar (1990–1991, 1994, 1996, 1998)
Mr. Europa (1990–1992, 1996)
FIBA World Championship MVP (1990)
EuroBasket MVP (1991)
FIBA’s 50 Greatest Players (1991)
50 Greatest Euroleague Contributors
Career NBA statistics
Points 9,810 (11.6 ppg)
Rebounds 3,555 (4.2 rpg)
Assists 3,119 (3.7 apg)
Ένας πραγματικά ”killer” στα τρίποντα!!!