Ζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα: Ενας άνθρωπος που ήρθε στην Ελλάδα και αγαπήθηκε από φίλους του Ολυμπιακού και όχι μόνο.
Η βιογραφία του Βραζιλιάνου κυκλοφορεί σε λίγες μέρες, αλλά η εφημερίδα “ΦΩΣ” φρόντισε να βγάλει στη δημοσιότητα μερικά βασικά αποσπάσματα από το εν λόγω βιβλίο.
Για το πως κατέληξε να πει “ναι” στον Ολυμπιακό, το κλάμα του φεύγοντας από τους “ερυθρόλευκους” από την Αθήνα μέχρι το Παρίσι, οι σχέσεις του με τον Μπάγεβιτς και ο Σωτήρης Κυργιάκος.
Δείτε βασικά μέρη από την αυτοβιογραφία του:
Για την κωμικοτραγική σκηνή με τον Ντούσαν Μπάγεβιτς: “Τα προβλήματα άρχισαν με το “καλημέρα” της σεζόν. Και έφταιγα και εγώ, αν και άθελά μου! Πάμε στην Ιταλία για να παίξουμε ένα φιλικό με την Παλέρμο. Κατεβαίνουμε προς την έξοδο του ξενοδοχείου για να πάμε μία βόλτα πριν από το φαγητό. Οι πλάκες μεταξύ των παικτών πάντα έδιναν και έπαιρναν, πολύ περισσότερο στην περίοδο της προετοιμασίας, όπου τα πειράγματα σε βοηθούν να αντιμετωπίσεις πιο ανώδυνα την κούραση από τις προπονήσεις και την έλλειψη των δικών σου ανθρώπων.
Έχω δύο καραμέλες στο στόμα και παίζω. Τι θα γινόταν αν μία από τις δύο καραμέλες προσγειωνόταν στο κεφάλι ενός συμπαίκτη που περπατούσε αμέριμνος λίγα μέτρα πιο κάτω από μένα;
Προφανώς το χολ του ξενοδοχείου θα γέμιζε από το τρανταχτό γέλιο κάποιων ποδοσφαιριστών που πάντα είχαν διάθεση για αστεία. Αφού έχω βαρεθεί να τις πηγαίνω πέρα δώθε μέσα στο στόμα μου, αφήνω τη μία να αρχίσει την ελεύθερη πτώση προς τον κάτω όροφο. Τι το ήθελα; Η καραμέλα προσγειώθηκε πάνω σε κεφάλι, αλλά αυτό ήταν του Μπάγεβιτς…!”
Για την περιβόητη φάση με τον Κυργιάκο και την αποβολή του στη “Λεωφόρο”: “Υπάρχουν ποδοσφαιριστές που χρησιμοποιούν χέρια, πόδια και… στόμα για να σε σταματήσουν, να σε εκνευρίσουν, να σε βγάλουν από το ρυθμό σου. Ο Σωτήρης Κυργιάκος, ο “παρτενέρ χορού” σε εκείνο και σε άλλα ντέρμπι, ήταν τέτοιος ποδοσφαιριστής. Μου μιλούσε συνεχώς, με έσπρωχνε εκτός φάσης, ήξερε πως μέσα στο γήπεδο δεν θα γυρνούσα ποτέ το άλλο μεγάλο. Κινούμαι προς την περιοχή για να περιμένω σέντρα ενός συμπαίκτη μου.
Με τραβάει, με τραβάει, με ρίχνει κάτω και, σαν να μην έφτανε αυτό, με χτυπάει στο πρόσωπο! Δεν άντεχα άλλο. Είχα απηυδήσει και αντιδρώ ενστικτωδώς, ακαριαία. Όπως κάνει να σηκωθεί, τον κλωτσάω για να ανταποδώσω το δικό του χτύπημα. Το μετάνιωσα αμέσως. Ο διαιτητής βλέπει μόνο αυτή την κίνηση, μου δείχνει κόκκινη κάρτα και τον αφήνει ατιμώρητο. Δεν το ενδιέφερε ποτέ η μπάλα και πως θα μου την πάρει αλλά το πως θα αποβληθώ! Και τα είχε καταφέρει”.
Για το κλάμα του όταν έφυγε από τον Ολυμπιακό: “Χαρακτήρισα τα έξι χρόνια μου στον Ολυμπιακό ως τα καλύτερα της ζωής μου γιατί έτσι τα ένιωθα. Στη Βραζιλία λέμε πως τα δάκρυα είναι η καλύτερη παρηγοριά. Αυτό όμως δεν ισχύει πάντα. Είχε φτάσει η ώρα του αποχωρισμού. Παρ’ ότι επέστρεφα στη χώρα μου, παρ’ ότι θα έπαιζα στην πρώτη μεγάλη μου αγάπη, η καρδιά μου ήταν γεμάτη θλίψη. Έκλαιγα από την ώρα που απογειώθηκε το αεροπλάνο από την Αθήνα μέχρι να φτάσουμε στο Παρίσι, όπου έπρεπε να πάρω άλλη πτήση!
Ακούγεται υπερβολικό, αλλά έτσι ακριβώς ήταν. Η Άννα Ρόζα δεν έκανε καν τον κόπο να προσπαθήσει να με παρηγορήσει. Και εκείνη βουρκωμένη ήταν. Άφηνα πίσω μου έξι καταπληκτικά χρόνια, όπου δέθηκα με την ομάδα, με τον κόσμο, με τη χώρα. Όταν ο Θεός μου έστελνε το σημάδι για να πω “ναι” στον Ολυμπιακό, ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η σχέση αυτή θα εξελισσόταν με αυτό τον μοναδικό, τον μαγευτικό τρόπο”.
Το παρασκήνιο για το πως κατέληξε στον Ολυμπιακό: “Περνούσαν οι μέρες και ο Ζοσέ Ρομπέρτο επέμενε όλο και περισσότερο. Ο Ολυμπιακός ήταν η ομάδα που είχε δείξει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ο μάνατζερ μου με προέτρεπε να πάμε στην Αθήνα και να μιλήσουμε από κοντά με τον πρόεδρο. “Άκου τι έχει να σου πει και μετά αποφασίζεις”, μου έλεγε, αλλά εγώ ήμουν απόλυτος, κατηγορηματικός. Δεν ήθελα καν να το συζητήσω. Δεν πάω στον Ολυμπιακό, τελεία και παύλα! Συζητώ με την Άννα Ρόζα και αποφασίζουμε πως θα κάναμε ό,τι μας έλεγε ο Θεός. Εκείνος πάντα μας έδειχνε το σωστό δρόμο και ξέραμε πως και τώρα θα κάνει το ίδιο. Προσευχηθήκαμε και Του ζητήσαμε να μας δείξει σε ποια χώρα θα έπαιζα μπάλα από την επόμενη σεζόν. Περίμενα ένα σημάδι Του, αλλά δεν ήξερα ποιον τρόπο θα επέλεγε να μας το στείλει.
Ήξερα όμως πως αργά ή γρήγορα θα το έκανε. Με την Άννα Ρόζα πήγαμε κρουαζιέρα, στο Φερνάντο ντε Νορόνια, ένα μαγευτικό αρχιπέλαγος που αποτελείται από 21 νησιά. Καταγάλανα νερά, ιδανική θερμοκρασία και τοπία που σου κόβουν την ανάσα. Κοιτούσαμε μαγεμένοι τις ομορφιές του τόπου και κάναμε γνωριμίες με κόσμο που επίσης συμμετείχε στην κρουαζιέρα και παρακολουθούσε με τον ίδιο θαυμασμό τις εικόνες που ξετυλίγονταν μπροστά μας. Η Άννα Ρόζα έπιασε την κουβέντα με ένα μεσήλικα, εκεί γύρω στα 50, ο οποίος ρωτούσε τη γυναίκα μου αν γενικά της άρεσαν η θάλασσα, οι παραλίες, τοπία σαν κι αυτό που είχαμε το προνόμιο να βλέπουμε.
“Τώρα τα μαθαίνουμε κι εμείς”, του απάντησε χαμογελαστή η Άννα Ρόζα και εκείνος της έδωσε μια συμβουλή που μας αιφνιδίασε εκείνη και εμένα αλλά μας έδειξε ξεκάθαρα τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουμε. “Αν έχεις την ευκαιρία, πρέπει οπωσδήποτε να πας στα ελληνικά νησιά!” Εκείνη τη στιγμή ένιωσα σαν μια φλόγα να ανάβει μέσα στην καρδιά μου, ήταν σημάδι από τον Θεό! Μου έλεγε μέσω εκείνου του ανθρώπου ότι έπρεπε να αποδεχτώ την πρόταση του Ολυμπιακού. Ότι σε εκείνη τη χώρα με τα πανέμορφα νησιά, τα οποία ήταν διάσημα σε όλο τον κόσμο, θα ήμουν ευτυχισμένος εγώ και η οικογένεια μου.
Δεν είχα πλέον καμία αμφιβολία, αλλά ένα δεύτερο συμβάν λίγες ώρες αργότερα ήρθε να επιβεβαιώσει με ακόμη περισσότερο δύναμη αυτό που ήδη ήξερα μέσα μου: ο Ολυμπιακός θα ήταν ο επόμενος σταθμός της καριέρας μου. Πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο στο Σαλβαδόρ ντε Μπαΐα, όπου είχα πετύχει το τελευταίο μου γκολ στο φιλικό της Βραζιλίας με την Ολλανδία. Και εκεί, ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου μας είπε το ίδιο ακριβώς με τον συνταξιδιώτη στην κρουαζιέρα, χωρίς να έχουμε ανοίξει εμείς σχετική συζήτηση: “Αξίζουν, πρέπει να γνωρίσετε τα ελληνικά νησιά. Αν σας δοθεί η ευκαιρία, μην την αφήσετε να πάει χαμένη”.
Προσπάθησα να επικοινωνήσω με τον Ζοσέ Ρομπέρτο αλλά εκεί που βρισκόμασταν ήταν δύσκολο γιατί το σήμα δεν ήταν καλό. Όταν επιτέλους τα κατάφερα, του εξήγησα τι είχε συμβεί και του είπα να προχωρήσει εφόσον βέβαια το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού ακόμη υφίσταται. Δεν ήξερα αν είχε ατονήσει το ενδιαφέρον των Ελλήνων με το πέρασμα των ημερών. Μια φράση προς τον Ζοσέ Ρομπέρτο αρκούσε. “Αν ξαναπάρει ο Ολυμπιακό άκουσε τι έχει να σου πει…”.