Συνέντευξη στην εφημερίδα «Daily Record» παραχώρησε ο Ζαν Αλέν Μπουμσόνγκ, μέσω της οποίας έκανε ξεκάθαρα «άνοιγμα» προς την Ρέιντζερς, προκειμένου να συνεχίσει την καριέρα του στην Σκωτία. Πως αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι ο Γάλλος στόπερ του Παναθηναϊκού έδωσε μόνος του την λύση για το πώς μπορεί να προχωρήσει η μεταγραφή του, δηλώνοντας διατεθειμένος να πληρωθεί σε… μετοχές!
Πάντως, αν μη τι άλλο, προκαλεί απορία το γεγονός ότι ενώ ο Μπουμσόνγκ θέλει να αποχωρήσει από το «τριφύλλι» λόγω της οικονομικής στενότητας που επικρατεί στον σύλλογο αλλά και την Ελλάδα, εντούτοις δεν έχει πρόβλημα να πάει σε μία ομάδα που βρίσκεται υπό το καθεστώς ειδικής διαχείρισης…
Όσο για τις δηλώσεις του; «Αν είχα την ευκαιρία να επιστρέψω στη Ρέιντζερς, θα το έκανα άμεσα. Είμαι καλά στον Παναθηναϊκό, όπου κερδίσαμε τη συμμετοχή της ομάδας στην προκριματική φάση του Champions League. Είναι μία μεγάλη ομάδα ο Παναθηναϊκός, αλλά η Ρέιντζερς είναι μεγαλύτερη. Το συμβόλαιο μου λήγει στο τέλος της επόμενης σεζόν.
Έχω ακόμα ένα χρόνο συμβόλαιο, αλλά είμαι σχεδόν ελεύθερος λόγω των οικονομικών προβλημάτων του ελληνικού συλλόγου. Η Ελλάδα βρίσκεται σε δύσκολη θέση αυτή τη στιγμή και δεν έχουμε πληρωθεί για μήνες. Είναι δύσκολοι καιροί και χρειάζεται να σκεφτώ την οικογένειά μου. Ωστόσο, εάν είχα την ευκαιρία να επιστρέψω στη Ρέιντζερς, δεν θα υπήρχε θέμα με τα χρήματα, αφού ξέρω ότι είναι σε δυσχερή κατάσταση», ανέφερε αρχικά ο 33χρονος αμυντικός.
Για να συμπληρώσει: «Δεν ξέρω πώς είναι η κατάσταση στην Ρέιντζερς τελευταία και αν μπορεί να κάνει μεταγραφές, αλλά ξέρω ότι ο Βάλτερ Σμιθ προσπαθεί να αγοράσει την ομάδα. Όλοι ξέρουν ποιος είναι -αφού έχει την Ρέιντζερς στην καρδιά του- και πόσο τον έχει ανάγκη ο σύλλογος. Αισθάνομαι ότι με αυτές τις συνθήκες θα μπορούσαμε να μιλήσουμε.
Ίσως θα μπορούσαν μου δώσουν μέρος των χρημάτων μου σε μετοχές. Αντί να πάρω το 100% των χρημάτων μου, θα μπορούσα να πάρω το 60% και το υπόλοιπο 40% να μου καταβληθεί σε μετοχές του συλλόγου. Εξακολουθώ να είμαι σε καλή κατάσταση και πιστεύω ότι μπορώ να αγωνιστώ για δύο ή τρία χρόνια σε υψηλό επίπεδο».