Ο Βαγγέλης Δρόσος που πέρασε και απ’ την ομάδα του Ιπποκράτη πριν 4 χρόνια θα αγωνίζεται φέτος στην ισπανική Ρεάλ Κανόε και «φιλοξενήθηκε» στην εκπομπή «Μπασκετικοί μετανάστες» με τον Γιάννη Σταυρουλάκη για να μιλήσει για τις πρώτες του εμπειρίες απ’ την Ισπανία, αλλά και την Ολλανδία που είχε αγωνιστεί επίσης. Αναλυτικά είπε:
Για το πώς πήγε στη Ρεάλ Κανόε: «Το έψαξα αρκετά και εγώ και ο ατζέντης μου. Ήθελα να βγω στο εξωτερικό, γιατί μ’ αρέσει, σου δίνει λίγο καλύτερες παροχές απ’ ό,τι στην Ελλάδα και γενικώς σ’ αλλάζει σαν άνθρωπο. «Ανοίγει» το μυαλό σου, βλέπεις διαφορετικές κουλτούρες, διαφορετικά προπονητικά μοντέλα όσον αφορά το μπάσκετ, οπότε το ήθελα. Όταν έρχεται μια πρόταση απ’ την Ισπανία είναι μονόδρομος να πας και να είσαι ευχαριστημένος μόνο και μόνο που υπάρχει πρόταση».
Για τα συναισθήματά του που πήγε στη Ρεάλ Κανόε: «Είμαι πολύ χαρούμενος που βρίσκομαι εδώ, απ’ την αρχή τα παιδιά της ομάδας και το προπονητικό τιμ με «αγκάλιασαν». Δίνει και μια διαφορετική βαρύτητα το ότι είμαι ο μοναδικός ξένος στην ομάδα, όλοι οι άλλοι είναι Ισπανοί. Δεν παύει να είμαι και στη Μαδρίτη, που είναι μια απίστευτη πόλη, πολύ όμορφη, πολύ μεγάλη, οπότε αυτό το κάνει ακόμη καλύτερο».
Για το… προφίλ Ρεάλ Κανόε: «Η ομάδα έχει ένα «κορμό» 6-7 παικτών από πέρυσι, με τον ίδιο προπονητή. Πέρυσι απλά έμεινε στην κατηγορία, φέτος έχουμε στόχο να πάμε στα play-offs. Παίζουμε λιγότερα συστήματα απ’ ό,τι στην Ελλάδα, το μπάσκετ είναι πολύ πιο ελεύθερο, οπότε αφήνει την επιλογή στον παίκτη να κρίνει. Όλοι τα κάνουμε όλα, απλά έχει πολύ τρέξιμο. Πολύ με όλη τη σημασία της λέξης, τρέχουμε ακατάπαυστα. Είμαστε μικροί σε κορμιά, πιέζουμε σ’ όλο το γήπεδο 40 λεπτά, μπαίνουμε μέσα και δίνουμε το 100%. Δε συμβιβάζεται ο κόουτς με κάτι λιγότερο, δε χαρίζεται σε κανέναν, όποιος δε δίνει το 100% κάθεται στον πάγκο. Αυτό με βοηθάει κι εμένα πολύ και σε προσωπικό και σε αθλητικό επίπεδο. Μου πήρε λίγο χρόνο να προσαρμοστώ, αλλά τώρα είμαι καλύτερα απ’ ό,τι στην αρχή».
Για αυτό που τον δυσκολεύει: «Και τα παιδιά και ο προπονητής με έχουν «αγκαλιάσει» απ’ την πρώτη στιγμή. Το μόνο που με δυσκολεύει είναι η γλώσσα. Ο προπονητής μιλάει μόνο ισπανικά. Για να μου εξηγήσει ο βοηθός στην προπόνηση κάτι, πρέπει να γίνει 10 φορές για να το εξηγήσει. Παρ’ όλα αυτά, κάνω μαθήματα κάποια πρωινά που δεν έχουμε προπόνηση, για να μπορώ να μάθω τη γλώσσα και να καταλαβαίνω περισσότερα πράγματα. Γενικά οι Ισπανοί δεν είναι «πρόθυμοι» να μιλήσουν αγγλικά και, επίσης, αυτό με δυσκολεύει και όταν βγαίνουμε με τους συμπαίκτες μου για φαγητό».
Για αυτά που τον έχουν εντυπωσιάσει απ’ το ισπανικό μπάσκετ και τη Μαδρίτη: «Όσον αφορά το μπάσκετ, με έχει εντυπωσιάσει η ταχύτητα του αθλήματος. Όταν μπαίνουμε στο παρκέ δεν υπάρχει ζέσταμα. Το ζέσταμα το ‘χουμε κάνει με το γυμναστή 15-20 λεπτά πριν και όταν μπαίνουμε στο παρκέ ξεκινάμε και παίζουμε αποκλειστικά μπάσκετ όσο διαρκεί η προπόνηση. Σχετικά με τη Μαδρίτη είναι πολύ ωραία. Έτσι όπως είναι χτισμένη, έχει πολλά πάρκα, ποτάμια, λίμνες, είναι απίστευτη πόλη, μ’ αρέσει πάρα πολύ. Είμαι τυχερός που βρίσκομαι στη Μαδρίτη δηλαδή».
Για το πέρασμά του απ’ την Ολλανδία: «Ήταν μια χώρα με διαφορετική μπασκετική κουλτούρα. Η Ισπανική με την Ελληνική κουλτούρα μοιάζουν πολύ, οπότε δε μου φαίνεται τόσο περίεργο. Η ολλανδική με την ελληνική όμως έχουν μεγάλες διαφορές. Ήταν και η γλώσσα την οποία δε μιλούσα γρι, αν και βέβαια μιλούσαν εκεί αγγλικά. Ήταν ένα πρώτο σοκ για ‘μένα, το οποίο βέβαια με βοήθησε. Το επίπεδο ήταν πιο χαμηλό απ’ ό,τι είναι εδώ. Κι εκεί είναι πολύ αθλητικό το παιχνίδι, αν και δεν έπαιζαν πολλά συστήματα. Ήμουν λίγο άτυχος βέβαια, γιατί τότε έπεσε η πανδημία, οπότε ήμουν και λίγο δύσκολα για το πώς θα γυρίσω στην Ελλάδα. Ήταν μια ωραία, διαφορετική και ξεχωριστή εμπειρία, απ’ την οποία κρατάω τα καλά».