Ίσως η πιο επιτυχημένη σου σεζόν, η οποία ωστόσο, είχε αρχίσει δύσκολα για σένα…
«Ηταν μια δύσκολη χρονιά. Είχα τον τραυματισμό στην αρχή που με πήγε αρκετά πίσω. Εκανα τουλάχιστον ενάμιση μήνα να βρω τον ρυθμό μου. Με την αμφισβήτηση που δέχθηκα, γιατί πραγματικά τη δέχθηκα, είχα κλείσει τα αυτιά μου. Πήγαινα στο γήπεδο όσο περισσότερες ώρες μπορούσα, για να βρω τον εαυτό μου και να βοηθήσω την ομάδα».
Κατά μία έννοια θα ευχαριστούσες αυτούς που σε αμφισβήτησαν;
«Σε αυτό που κάνουμε υπάρχει κριτική. Και είναι δεκτή. Πάντα είμαι ανοιχτός σε αυτό το θέμα. Δέχομαι τις απόψεις όλων. Αυτό που με πείραξε ήταν πως ενώ ήξεραν πως έχω πρόβλημα, περνούσε… μπάι. Σαν να μην ήμουν ποτέ τραυματίας. Λες και δεν είχα τίποτα. Σαν να ήμουν απλώς ντεφορμέ. Τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Πάλευα καθημερινά να βρω τον εαυτό μου».
Αν κρατούσες ένα πράγμα από το 2009 τι θα ήταν;
«Τους τίτλους… στο σύνολό τους, με Παναθηναϊκό και Εθνική. Δεν μπορώ να τους διαχωρίσω. Και δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από το να κατακτάς τίτλους. Υπάρχουν προεργασία, προετοιμασία, δύσκολες στιγμές που χρειάζεται να περάσεις, που σε ρίχνουν, που πρέπει να κρατηθείς, να σηκωθείς όρθιος, να αντιδράσεις και να είσαι ο εαυτός σου. Σίγουρα παίζει ρόλο το ταλέντο, αλλά όσο περνούν τα χρόνια ο χαρακτήρας και η διαχείριση των καταστάσεων που κάνεις στο μυαλό σου είναι εξίσου σημαντικά».
Τη σεζόν 2004-2005 ήσουν στην καλύτερη πεντάδα της Α1 και τον Σεπτέμβρη με την παρέα της Εθνικής φτάσατε την Ελλάδα στην κορυφή της Ευρώπης.
«Αυτή η στιγμή απογείωσε ξανά το ελληνικό μπάσκετ, με όλες τις ανατροπές που έγιναν και τον τρόπο που παίζαμε μπάσκετ, γιατί δεν παίζαμε καλά. Μέχρι και στον προημιτελικό χάναμε 20 πόντους στο πρώτο δεκάλεπτο. Πιστεύω πως ούτε ο πιο τρελός μπορούσε να προβλέψει αυτό που πετύχαμε. Για μία ακόμη φορά μίλησαν ο χαρακτήρας και φυσικά η ικανότητα».
Είχατε και λίγη τύχη.
«Πάντα τη χρειάζεσαι. Οποιος δεν το παραδέχεται λέει ψέματα. Οταν πας να κατακτήσεις τίτλους, πάντα τη χρειάζεσαι. Να είσαι σε καλή μέρα, να σου μπουν τα σουτ. Πιο πολύ είναι θέμα ικανότητας, αλλά χρειάζεσαι και την τύχη. Χωρίς αυτή, για παράδειγμα, το τρίποντο του Διαμαντίδη δεν θα έμπαινε ποτέ. Ή δεν θα είχε χάσει βολή ο Ριγκοντό. Αλλά δεν το παρατήσαμε ποτέ. Πιστέψαμε στο παιχνίδι και στη νίκη».
Λίγο νωρίτερα είχε έρθει ο Παναθηναϊκός.
«Αυτό που κοιτούσα ήταν να παίξω με το Μαρούσι όσο καλύτερα μπορούσα τη χρονιά που τελείωσε το 2005 και δεν είχα καμία ένδειξη για κανέναν. Είναι γεγονός πως τελείωνε το συμβόλαιό μου και ήθελα να πάω στο επόμενο επίπεδο. Ημουν σίγουρος για τον εαυτό μου. Πίστευα πως μπορώ να αντεπεξέλθω σε υψηλές απαιτήσεις και να γίνω πρωταγωνιστής. Ενδιαφέρονταν αρκετές ομάδες εκείνο το καλοκαίρι. Ο Παναθηναϊκός, ο Ολυμπιακός, όμως η Βαλένθια ήταν η πρώτη που ενδιαφέρθηκε τόσο».
Επέλεξες Παναθηναϊκό.
«Το έχω ξαναπεί. Μέτρησαν ο τρόπος που με προσέγγισε ο Παναθηναϊκός, το τάιμινγκ, η εμπιστοσύνη που είχα στους προπονητές. Και το ένστικτό μου μού έλεγε πως η καλύτερη επιλογή ήταν ο Παναθηναϊκός».
Σε ποια φάση αντιλήφθηκες πως όσο χρήσιμο είναι να σκοράρεις άλλο τόσο είναι και να μοιράζεις;
«Πολλές φορές ίσως τα προηγούμενα χρόνια να γινόταν πιο πολύ απ’ όσο έπρεπε. Σκόραρα περισσότερο απ’ όσο δημιουργούσα. Πάντα, όμως, έβγαινε μέσα από την ομάδα και το παιχνίδι. Οσο περνούν τα χρόνια ωριμάζεις και βελτιώνεις το παιχνίδι σου. Το δουλέψαμε και με τους προπονητές».
Επειτα ήρθαν η νίκη επί των ΗΠΑ και το ασημένιο στο Παγκόσμιο.
«Αυτή ήταν τεράστια επιτυχία, αν και χάσαμε μεγάλη ευκαιρία να πάρουμε το χρυσό! Η Αμερική είχε όλους τους ΝΒΑers. Mας υποτίμησαν, ήμασταν και εμείς σε εκπληκτική ημέρα. Και από τότε κατάλαβαν πως δεν πρέπει να υποτιμούν κανέναν. Τότε δεν μας ήξεραν. Εκτοτε δεν μαζεύονται απλώς για τα τουρνουά, αλλά κάνουν ένα μήνα προετοιμασία και δουλεύουν όλα τα στοιχεία. Και την άμυνα. Στον τελικό χάσαμε την ευκαιρία να πάρουμε το Παγκόσμιο. Ημασταν, όμως, δεύτεροι στον κόσμο και πολύ υπερήφανοι».
Και μετά ήρθε το ΝΒΑ
«Από τότε που έγινα πικ», θυμήθηκε ο Σπανούλης «οι Ρόκετς ενδιαφέρονταν για μένα και το έδειχναν κάθε χρόνο. Το 2006 ήταν που το ένστικτό μου μου έλεγε να πάω. Το πάθος να πάω στο ΝΒΑ. Δεν έβαλα τη λογική μπροστά, γιατί αν το έκανα δεν θα πήγαινα».
Σου είπαν όντως πως θα έχεις ρόλο από την αρχή;
«Ναι. Φυσικά όχι σαν αυτόν που είχα στον Παναθηναϊκό, αλλά θα είχα σημαντικό ρόλο και ο χρόνος συμμετοχής θα εξαρτιόνταν από μένα. Ολα αυτά ήταν ένα παραμύθι. Η διοίκηση εννοούσε ό,τι έλεγε, αλλά ο προπονητής δεν με ήξερε καν ως παίκτη. Ηταν πολύ δύσκολη χρονιά για μένα. Σε ξένο περιβάλλον, σε πόλη που δεν μου άρεσε και εκτός όλων αυτών δεν έπαιζα. Τώρα μπορώ να σου πω ότι ήταν όμορφη η εμπειρία. Κατάλαβα τι γίνεται εκεί και έβγαλα το ΝΒΑ από το μυαλό μου. Μπορώ να πω ότι βγήκα πιο δυνατός από όλο αυτό. Οταν είχα αποφασίσει πως θα επιστρέψω, ο κόουτς Εντελμαν με πήρε τρεις φορές τηλέφωνο για να μου πει ότι είχαν γίνει λάθη και πως με ήθελε στην ομάδα. Είχε βάλει και τον Πέτζα (βλ.: Στογιάκοβιτς) να με πείσει. Το σεβάστηκα, αλλά είχα πάρει την απόφασή μου. Ωρίμασα ως παίκτης και ως άνθρωπος. Δούλεψα πολύ στην ταχύτητα, σε ατομικά χαρακτηριστικά. Ηξερα πως με κοιτούσαν για να δουν την αλλαγή, αλλά δεν το σκεφτόμουν. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν να κάνω τη δουλειά μου».