Ποιο ήταν το μεγαλύτερο μάθημα αυτής της δεκαετίας;
«Να μην ανεβαίνω πολύ ψηλά και να μην πέφτω πολύ χαμηλά. Με μένα δεν υπάρχει μέση κατάσταση. Ο,τι κάνω, το κάνω έντονα. Είναι δύσκολο για μένα ως άνθρωπο να μην τα κάνω όλα έντονα. Οι φίλοι μου λένε πως ό,τι επιλέγω το κάνω στο 100%. Αν ξεκουράζομαι, το κάνω στις παραλίες. Αν διασκεδάζω, θα πάω σπίτι στις 6 το πρωί. Αν κάνω προπόνηση, θα προπονηθώ 5-6 ώρες. Ολα είναι στο μάξιμουμ με μένα. Αυτός, όμως, είμαι και είναι περίεργο, ηλίθιο να συμπεριφέρεσαι σαν άλλος, σαν κάτι που δεν είσαι. Ονειρευόμουν μεγάλα πράγματα το 2000, αλλά σε καμία περίπτωση αυτά που έζησα. Τόσο μεγάλα και τόσο απίστευτα. Είμαι ευγνώμων. Ποτέ δεν περίμενα τόση επιτυχία. Νιώθω πραγματικά πολύ τυχερός. Ειλικρινά».
Το 2003 αναδείχθηκες MVP της ισπανικής λίγκας, Mr Europa Player of the Year και πήρες και τίτλους.
«Ηταν δύσκολη χρονιά. Καλή γιατί πήραμε το τριπλ κράουν, αλλά και δύσκολη. Δεν με “πήγαινε” ιδιαίτερα ο Πέσιτς. Υπήρχαν πολλές φήμες πως δεν θα ανανεώσουν το συμβόλαιό μου, οι οποίες μου είχαν ραγίσει την καρδιά. Γιατί είχα δώσει τα πάντα στην ομάδα και ήταν δύσκολη η κατάσταση σε καθημερινή βάση. Πήραμε τους τίτλους, την πρώτη Ευρωλίγκα της Μπαρτσελόνα, για την οποία όλοι τρελάθηκαν. Οι φαν της ομάδας πανηγύρισαν αυτή την επιτυχία πιο τρελά κι απ’ ό,τι είχε καταφέρει το ποδόσφαιρο, που είχε χάσει τότε όλα τα ματς που έκριναν τίτλους».
Και τότε έγινες ο Γιασικεβίτσιους. Ο παίκτης από τον οποίο περίμεναν όλοι να δώσει το κάτι παραπάνω.
«Ηταν πολύ οδυνηρό το καλοκαίρι του 2003. Το πιο δύσκολο της ζωής μου. Ηθελα πάρα πολύ να μείνω στην Μπαρτσελόνα και ο Πέσιτς δεν ήθελε να με κρατήσει. Υπήρχε πίεση από τους φαν και τους προέδρους, αλλά ο τύπος είχε πάρει το τριπλ κράουν, το πρώτο Ευρωπαϊκό στην ιστορία του συλλόγου. Δεν τον κουνούσε κανείς. Αν είσαι, όμως, τόσο μεγάλος άνθρωπος και θες να πεις κάτι, βγες και πες το. Ακόμα και σήμερα όταν βλέπω τον Πέσιτς του λέω: “Ας είχες τ’ άντερα να πεις την αλήθεια. Πως ήθελες άλλον παίκτη. Ο κόσμος θα καταλάβαινε”. Με παρουσίασε, όμως, ως τον τύπο που κυνηγούσε χρήματα. Και αυτό ήταν οδυνηρό. Για να είμαι ειλικρινής, δεν το έχω ξεπεράσει ακόμα».
Πότε κατάλαβες πως η Μακάμπι θα γίνει το νέο σου σπίτι;
«Γενικά, καθυστερώ να πάρω την όποια απόφαση. Για ενάμιση μήνα σκεφτόμουν αν θα πάω στη Βιτόρια ή το Τελ Αβίβ. Τρέλανα τον εαυτό μου, την οικογένειά μου, τον μάνατζέρ μου. Στην πορεία φάνηκε πως ήταν η καλύτερη απόφαση. Ομως χρειάστηκα χρόνο για να την πάρω».
Πριν πας στο Τελ Αβίβ έκανες μια στάση στη Σουηδία για να πάρεις με τη Λιθουανία το χρυσό και να αναδειχθείς MVP με νέο λουκ!
«Κακή απόφαση! Τι να πω; Ημουν μικρός! Οταν είσαι νέος κάνεις και λάθη. Ανοιξαν τα μαλλιά μου από τον ήλιο! Εκείνο το καλοκαίρι ήταν πολύ κακό για μένα, γιατί άφηνα την Μπαρτσελόνα και έπρεπε να αποφασίσω πού θα πάω. Το Ευρωμπάσκετ τελείωσε με μοναδικό τρόπο και μετά ήμουν πραγματικά ευτυχής. Οι τρεις πρώτοι μήνες στο Τελ Αβίβ ήταν πραγματικά δύσκολοι για μένα, γιατί μου έλειπε πολύ η Βαρκελώνη και προσπαθούσα διαρκώς να μαθαίνω νέα. Ο,τι μπορούσα να μάθω, γιατί για τρία χρόνια παίζεις καλά, η ομάδα σου παίρνει πέντε τίτλους, είσαι σημαντικό κομμάτι και σε ξεφορτώνονται! Ο.Κ., τι να κάνεις; Προχωρείς. Το έκανα και ερωτεύτηκα οτιδήποτε αφορούσε τη Μακάμπι: τον κόσμο, τους φαν, την πόλη του Τελ Αβίβ».
Πάλι, όμως, αποφάσισες ν’ αλλάξεις παραστάσεις.
«Σκέφτηκα πως αν δεν πήγαινα τότε στο ΝΒΑ, δεν θα πήγαινα ποτέ. Ηθελα πάρα πολύ να παίξω εκεί. Τόσο που άφησα το Τελ Αβίβ, που μου είχε δώσει τα πάντα, για να πάω. Μας λάτρευαν εκεί. Ολα ήταν υπέροχα. Αλλά είπα πως έπρεπε να το κάνω».
Και τι κατάλαβες;
«Ηταν τέλεια εμπειρία. Ο κόσμος είναι λίγο πεσιμιστής ως προς αυτά που έζησα στο ΝΒΑ. Για μένα ήταν μοναδική εμπειρία. Είχα μια αξιοπρεπή καριέρα στην Ιντιάνα. Ως αναπληρωματικός, δεύτερος πόιντ γκαρντ, οτιδήποτε. Έδινα 7-8 πόντους, 3-4 ασίστ. Η επίθεση δεν περνούσε από μένα. Ηταν αργή και συνήθως αφορούσε τον Ζερμέιν Ο’ Νιλ. Δεν ήμουν προετοιμασμένος για 82 ματς σε μια σεζόν. Δεν απόλαυσα το παιχνίδι εκεί, γιατί δεν υπήρχε ομαδική ατμόσφαιρα. Ο καθένας είναι με τον εαυτό του και κάνει ό,τι θέλει, ο προπονητής δεν ελέγχει, υπό την όποια έννοια, την ομάδα. Ενα πράγμα που λατρεύω στον Ομπράντοβιτς είναι πως αν υπάρχει θέμα, θα έρθει να σ’ το πει και σε δύο λεπτά δεν θα υπάρχει θέμα. Αλλοι κόουτς, που δεν έχουν τ’ άντερα, αποφεύγουν να μιλήσουν για το όποιο θέμα, αυτό διογκώνεται και μένεις να περιμένεις πότε θα σκάσει η βόμβα. Και όταν σκάει οι απώλειες είναι 1.000 φορές μεγαλύτερες».
Η καλύτερη και η χειρότερη ανάμνηση που έχεις από τον «άλλο πλανήτη» ποια είναι;
«Οι εμπειρίες από όλη αυτή την αγορά, τα 82 ματς. Η χειρότερη ήταν να γνωρίζεις πως με τους προπονητές και τους συμπαίκτες που έχεις δεν πρόκειται να διακριθείς. Δεν υπήρχε η σωστή συμπεριφορά, ούτε η σωστή θέληση για δουλειά να τα πάρεις όλα. Ηταν απογοητευτικό. Έχω την αίσθηση ότι έκανα λάθος με τους Πέισερς. Ισως έπρεπε να προτιμήσω το Πόρτλαντ ή το Κλίβελαντ. Είχα πολύ καλές προσφορές, αλλά νόμισα πως η Ιντιάνα ήταν πιο έτοιμη να νικήσει. Εκανα λάθος και πλήρωσα το τίμημα για δύο χρόνια. Ηταν εκνευριστικό μέχρις ενός σημείου. Μετά προχωρείς και κάνεις πράγματα για τον εαυτό σου. Δεν ήμουν χαρούμενος, αλλά δέχτηκα την πραγματικότητα και ωρίμασα».
Αν σε επισκεπτόταν το πνεύμα των Χριστουγέννων και μπορούσες να αλλάξεις τρία πράγματα σε αυτά τα δυόμισι χρόνια, ποια θα ήταν;
«Δεν θα άλλαζα τίποτα! Το μόνο που εύχομαι είναι να σταματήσει η βία στο ελληνικό μπάσκετ, γιατί μια μέρα θα γίνει κάτι κακό. Ο κόσμος είναι πολύ περίεργος ως προς αυτό. Δεν θέλω να πω πως οι φαν του Παναθηναϊκού είναι καλύτεροι από άλλους, αλλά όταν σε βλέπουν στον δρόμο όλοι είναι καλοί μαζί σου. Οποια ομάδα κι αν υποστηρίζουν. Πάρε για παράδειγμα το ματς με τον Ηρακλή. Αυτό είναι το χειρότερο που έχω ζήσει στην Ελλάδα. Βλέπεις κάποιες φορές μικρά παιδιά που δεν καταλαβαίνουν καν τι φωνάζουν».
Έχεις αγαπήσει αυτή τη χώρα; Ίσως όχι όσο τη Βαρκελώνη, αλλά έστω λίγο;
«Πιστεύω πως εδώ όλα είναι πολύ υπερβολικά. Ξέρετε να περνάτε καλά, αλλά όταν είστε εκνευρισμένοι εκφράζεστε πολύ άσχημα. Περίπου έτσι ήταν και στο Ισραήλ. Γενικά μου αρέσει πολύ η ζωή εδώ».
Από πού προκύπτει αυτή η αγάπη για τη Βαρκελώνη;
«Δεν έχω ιδέα. Θυμάμαι, όμως, ότι από το πρώτο τρίωρο που πέρασα σε αυτή την πόλη στα 14, ότι από την πρώτη φορά που είδα τους φοίνικες, την ερωτεύτηκα. Τρελάθηκα. Για να είμαι ειλικρινής, μέχρι τώρα κάθε φορά που πάω νιώθω σαν την πρώτη φορά. Με το που προσγειώνομαι στο αεροδρόμιο νιώθω πολύ χαρούμενος. Ακόμα πιο περίεργο είναι ότι και οι γονείς μου και ο αδελφός μου νιώθουν ακριβώς το ίδιο. Εχουμε οικογενειακή εμμονή με τη Βαρκελώνη. Στην Μπαρτσελόνα ήθελα να παίξω από παιδί. Είχα εμμονή από τα 14, όταν πρωτοπήγα. Είχα πολύ καλύτερες προσφορές, αλλά δεν θα με σταματούσε τίποτα. Με προσέγγισαν νωρίς και υπογράψαμε συμβόλαιο πριν καν τελειώσει η σεζόν».