Χαρακτηρίστηκε για την εκτελεστική του ικανότητα, τις “αεράτες” κινήσεις και το έξυπνο ποδοσφαιρικό του στιλ. Αυτός ήταν ο Αντώνης Πίττας, ένας ακόμα από τους “μεγάλους”. ποδοσφαιριστές του παρελθόντος που οπωσδήποτε άφησε τα διαπιστευτήρια του με την ομάδα της Ρόδου, τα χρόνια πριν ανέβει στην Α’ Εθνική Κατηγορία. Έκανε μια σημαντική καριέρα και δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι η φήμη του έφθασε ως την ΑΕΚ και τον Παναθηναϊκό, τις δύο μεγάλες ομάδες του ΠΟΚ, οι οποίες ενδιαφέρθηκαν για να τον αποκτήσουν με μεταγραφή.
Η ιστορία του ξεκινάει από το νησί της Κω στο οποίο γεννήθηκε την άνοιξη του 1945. Όσον και αν ακούγεται παράξενο στον περισσότερο κόσμο, ξεκίνησε από τη θέση του τερματοφύλακα αλλά αργότερα καθιερώθηκε στη θέση που τον έμαθε όλο το ποδοσφαιρικό κοινό, αυτή του “φουνταριστού κυνηγού”. Σε αυτή τη θέση διέπρεψε, πετυχαίνοντας πολλά εντυπωσιακά γκολ με τις ομάδες στις οποίες αγωνίστηκε.
Έπαιζαν …ξυπόλητοι στις αλάνες!
Τα παιδικά χρόνια που πέρασε ο Αντώνης Πίττας ήταν πολύ δύσκολα και φτωχικά. Είχε και την ατυχία να χάσει τον πατέρα του όταν ήταν ακόμα πολύ μικρός (μόλις έξι χρονών) και αυτό οπωσδήποτε ήταν κάτι που τον επηρέασε και στη μετέπειτα εξέλιξη του. Από πολύ μικρός έπαιζε ποδόσφαιρο στις αλάνες, όπου ακόμα και τα παπούτσια ήταν πολυτέλεια. Έπαιζαν ξυπόλητα τα παιδιά τότε.
Πρώτο δελτίο στον Ολυμπιακό Κω
Το ταλέντο του δεν άργησε να ξεχωρίσει. Κάποιοι παράγοντες του Ολυμπιακού Κω τον ξεχώρισαν και αμέσως του έκαναν δελτίο και ξεκίνησε να αγωνίζεται στο πρωτάθλημα της Γ’ Τοπικής Κατηγορίας. Στην ομάδα αυτή έπαιξε μέχρι το 1965. Τη χρονιά εκείνη έπρεπε να φύγει για τη στρατιωτική του θητεία και έτσι εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να συνεχίζει να αγωνίζεται. Όταν επέστρεψε το 1967, η ομάδα του είχε συγχωνευτεί με τον Ανταγόρα και δημιούργησαν έτσι έναν πιο ισχυρό σύλλογο ο οποίος συμμετείχε στην Α’ Κατηγορία. Το πρωτάθλημα ήταν πολύ δυνατό με ομάδες, όπως ο Ιάλυσος, ο Φοίβος, ο Κλεάνθης Παραδεισίου και άλλοι.
Ο Ανταγόρας κατέκτησε το πρωτάθλημα βάζοντας συνολικά 104 τέρματα από τα οποία τα 40 είχε βάλει ο Αντώνης Πίττας. Ήταν ένα πολύ σημαντικό επίτευγμα για τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Ήταν μια άκρως επιτυχημένη χρονιά για τον ίδιο που έκανε ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του με τον τρόπο παιχνιδιού και κάνοντας αρκετούς να μιλάνε για αυτόν.
Μεταγραφή στη Ρόδο
Τα …λαγωνικά της Ρόδου τον “τσίμπησαν” αμέσως και έτσι στα 24 του χρόνια πήρε μεταγραφή για την ομάδα της Ρόδου. Ήταν η αγωνιστική περίοδος 1969 – ’70 που φόρεσε για πρώτη φορά την πράσινη φανέλα. Από τη μεταγραφή αυτή πήρε 15.000 δραχμές, ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο για την εποχή, ενώ έπαιρνε και 2000 δραχμές σαν μισθό, εκτός τα πριμ. Το ντεμπούτο του με την ομάδα της Ρόδου έγινε σε ένα φιλικό παιχνίδι με τον Άρη στη Θεσσαλονίκη. Η Ρόδος είχε κερδίσει 3 – 1 με δύο τέρματα δικά του. Η ομάδα εκείνα τα χρόνια έπαιζε στο πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής Κατηγορίας και ο ίδιος είχε μια εξαιρετική χρονιά καθώς είχε καταφέρει να στείλει τη μπάλα στα δίχτυα πενήντα πέντε φορές. Αποτελούσε χωρίς καμία δόση υπερβολής το “φόβητρο” για όλες τις αντίπαλες άμυνες.
Τον ήθελαν Παναθηναϊκός και ΑΕΚ
Η εξαιρετική του παρουσία εκείνα τα χρονιά, κίνησε το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ που ενδιαφέρθηκαν για να τον αποκτήσουν. Ήταν το 1971 όταν κατατέθηκαν επίσημες προτάσεις και από τους δύο συλλόγους. Το μεγάλο πρόβλημα όμως ήταν πως εκείνη την εποχή υπήρχε ο “νόμος Ασλανίδη”, ο οποίος στην ουσία απαγόρευε τις μεταγραφές από την επαρχία στο κέντρο για να μην αποδυναμωθεί το περιφερειακό ποδόσφαιρο. Εκ των πραγμάτων ήταν μια πολύ δύσκολη περίπτωση λοιπόν η μεταγραφή αυτή. Παράλληλα, υπήρχε και ένα άλλο θέμα, εξίσου σοβαρό. Ο οργανωμένος σύνδεσμος φιλάθλων της Ρόδου “Κακιά Σκάλα” δεν ήθελε με τίποτα να γίνει αυτή η μεταγραφή, ακόμα και αν ξεπερνιόνταν τα όποια γραφειοκρατικά προβλήματα. Υπήρχαν μεγάλες αντιδράσεις και έτσι η διοίκηση της Ρόδου δεν προχώρησε ποτέ αυτό το θέμα.
Επιστροφή στο νησί της Κω
Ο Αντώνης Πίττας έμεινε στα ‘ελάφια” μέχρι και το 1975. Εκείνη τη χρονιά αποφάσισε να επιστρέψει στον Ανταγόρα της Κω όπου έμεινε για τρία χρόνια. Το 1978 μεταπήδησε στον Ηρακλή Κω, όπου έμεινε για άλλα τρία χρόνια (μέχρι το 1981), όπου και πήρε τη μεγάλη απόφαση να «κρεμάσει» τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια.
Η προπονητική καριέρα
Η καριέρα του σαν προπονητής, ξεκίνησε, όπως για τους περισσότερους παίκτες από μια πρώην του ομάδα. Στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για τον Ανταγόρα. Μια χρονιά μάλιστα η ομάδα του κατέκτησε το πρωτάθλημα κερδίζοντας με το απίστευτο 31 – 0 (!), ναι καλά διαβάσετε, την Αναγέννηση Έμπωνας! Ήταν η τελευταία αγωνιστική και υπήρχε ισοβαθμία με άλλη ομάδα της Ρόδου, οπότε τα γκολ έμπαιναν …βροχή!
“Μεγάλος παίκτης ο Νεοφύτου”
Ο ίδιος όταν ρωτήθηκε πριν από κάποια χρόνια να πει για το ποιος κατά τη γνώμη μου ήταν ο μεγαλύτερος παίκτης που είδε τα χρόνια που και αυτός έπαιζε ποδόσφαιρο, απάντησε ευθαρσώς:
“Ο μεγαλύτερος παίκτης που γνώρισα ήταν ένας και μοναδικός. Ο Γιώργος Νεοφύτου. Επρόκειτο για παίκτη χωρίς υπερβολή, παγκοσμίου κλάσεως”. Ο Αντώνης Πίττας τα χρόνια που έπαιξε στη Ρόδο είχε και άλλους πάρα πολύ καλούς συμπαίκτες, όπως οι Καραγιάννης, Σταυρής, Διακονικολάου, Χατζηγεωργίου, Βόλας, Χατζής, Φωτεινός, Ρούγκλιος, Δημητράς, Κυπριώτης, Αχιολάς αλλά και οι πιο μικροί τότε, Κώτης, Δράκος, Παπαοικονόμου, Δοξάκης, Ελευθερίου και πολλοί άλλοι. Πέρασαν από τον συγκεκριμένο σύλλογο πολύ μεγάλοι ποδοσφαιριστές οι οποίοι έχουν αφήσει το στίγμα τους.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Ροδιακή”