Είναι από τους ανθρώπους που κατάφερε να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα και να φτάσει το «ταβάνι» του στο χώρο της διαιτησίας. Ο λόγος για τον Γιώργο Ξανθό, που υπήρξε ο μοναδικός διαιτητής στα Δωδεκάνησα, που έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο της διαιτησίας. Ο Γιώργος Ξανθός ήταν προσκεκλημένος του Μάκη Δούβαλη Στο Κόκκινο Ρόδου (103.7) και συγκεκριμένα στην εκπομπή «Χάσαμε τη μπάλα», όπου έκανε τον απολογισμό της καριέρας του.
Για το ξεκίνημα του και τον… «πνευματικό του πατέρα» στη διαιτησία: «Στο χώρο του μπάσκετ ήμουν από τα 10 μου χρόνια. Κάποια στιγμή σταμάτησα λόγω ενός τραυματισμού στο πόδι και με βρήκε ο Δημήτρης Κουνελλές το 1995 και μου είπε ότι θα γίνει μία σχολή διαιτησίας. Με ρώτησε αν με ενδιέφερε να πάρω μέρος και του απάντησα αμέσως θετικά. Μου άρεσε αυτή η ιδέα για να παραμείνω στο χώρο. Δεν είχα σκεφτεί ότι ο πατέρας μου ήταν διαιτητής ποδοσφαίρου, αν και με πίεζε από μικρός για να μπω στο χώρο. Έτσι αποφάσισα να ασχοληθώ με τη διαιτησία. Ο Δημήτρης Κουνελλές ήταν ο πνευματικός μου πατέρας στο χώρο της διαιτησίας και αυτός που με έβαλε μέσα στα πράγματα».
Για την παρουσία του στη διαιτησία: «Δεν μπορώ να πω ότι ήταν δύσκολο, ήταν εύκολο. Ήταν κι άλλοι συνάδελφοι πρώην διαιτητές που έβγαλαν μαζί μου τη σχολή, όπως ο Μανώλης Ευσταθίου και ο Γιώργος Ψαθάκης. Ήταν το 1995, τότε. Μου άρεσε πραγματικά, αφοσιώθηκα στη διαιτησία με ότι συνεπάγεται αυτό. Προσπαθούσα να μαθαίνω περισσότερα, να ενημερώνομαι, να βλέπω παιχνίδια και εκτός Ρόδου. Πήγαινα και στην Αθήνα. Έβλεπα πάντα τα παιχνίδια του Κολοσσού για να παρακολουθώ πως σφυρίζουν οι διαιτητές. Για να μπορέσεις να προχωρήσεις στη διαιτησία πρέπει να τη δεις επαγγελματικά και να αφοσιωθείς. Για μένα επαγγελματίας δεν είναι αυτός που παίρνει χρήματα, αλλά αυτός που κάνει σωστά τη δουλειά του».
Για τη συγκέντρωση που χρειάζεται ένας διαιτητής: «Δεν είναι βίτσιο η διαιτησία. Όταν είσαι μέσα στο γήπεδο δεν ακούς τι γίνεται στην κερκίδα. Όταν ακούς, πάει να πει ότι δεν κάνεις καλά τη δουλειά σου. Δεν έχεις πάει στο γήπεδο για να ασχολείσαι με την εξέδρα και πρέπει να έχεις κλειστά τα αυτιά σου. Πρέπει να συμμετέχουν όλες σου οι αισθήσεις μέσα στο παιχνίδι».
Για το αν έχει ευνοήσει ή αδικήσει κάποιες ομάδες: «Είναι φυσικό να έχω ευνοήσει ή να έχω αδικήσει κάποιον. Δεν έχω αδικήσει όμως κάποιον επίτηδες. Ο κάθε διαιτητής μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα πρέπει να πάρει κάποιες αποφάσεις. Αυτές οι αποφάσεις καλώς ή κακώς δεν αρέσουν σε κάποιους. Έχω πάρει κάποιες αποφάσεις, που έχουν στενοχωρήσει κάποιους. Τι να κάνουμε όμως, έτσι είναι αυτός ο χώρος. Όταν κάνεις κάποιο λάθος, πρέπει να μείνει εκεί. Αν στην επόμενη φάση προσπαθήσεις να διορθώσεις αυτό που έκανες, έχεις χάσει το παιχνίδι τελείως. Αν δεν το βλέπουν οι διαιτητές αυτό, είναι λάθος. Οι διαιτητές δεν πρέπει να ισοφαρίζουν τα λάθη».
Για το αν αδικήθηκε στη διαιτησία: «Δεν νομίζω ότι υπάρχει αδικία στο χώρο της διαιτησίας. Παίρνεις πάντα αυτό που σου αξίζει. Πιστεύω ότι πήρα αυτό που αξίζω, έστω και στο τέλος της καριέρας μου. Θα μπορούσα να το είχα πάρει πιο νωρίς. Έφυγα υγιής και αυτό είναι το πιο σημαντικό και με ψηλά το κεφάλι, όπως μπήκα στο χώρο της διαιτησίας».
Για την αξιολόγηση του το 1998: «Αξιολογήθηκα εκείνη τη χρονιά. Υπήρχε η δυνατότητα να γίνει αυτό και λίγο νωρίτερα, αλλά κάποιοι μέσα από το σύνδεσμο έβαλαν το χεράκι τους και δεν έγινε. Είχαν φύγει τα χαρτιά στην Ομοσπονδία, ωστόσο κάποιος μεσολάβησε για να μην πάμε στα προστάζ. Ήταν μαζί μου και ο Μανώλης Ευσταθίου. Τελικά πήγα την επόμενη χρονιά και το 1998 έγινα διαιτητής Γ’ Εθνικής. Ξεκίνησε τότε η πορεία μου στις εθνικές κατηγορίες. Δεν θυμάμαι το πρώτο μου παιχνίδι, δεν κρατούσα ποτέ στατιστικά. Θυμάμαι ότι ήταν παιχνίδι γυναικών της Β’ Εθνικής. Είχα άγχος φυσικά. Τότε με είδαν σημαντικοί άνθρωποι και μου έδωσαν σημαντικές συμβουλές. Αυτό γινόταν συνεχώς σε μένα τα πρώτα χρόνια και έτσι με διόρθωναν στα λάθη μου, ώστε να μην τα επαναλάβω».
Για τις συμβουλές του πατέρα του: «Ο πατέρας μου πάντα μου έλεγε να πηγαίνω με το σταυρό στο χέρι. Όσα χρόνια ήταν εν ζωή (σ.σ. έφυγε το 2008) δεν ήρθε ποτέ να με δει σε παιχνίδι, για να μην μου δημιουργήσει άγχος. Προσωπικά δεν του το ζήτησα. Όταν έφυγε από τη ζωή και σκεπτόμενος όσα μου έλεγε στο παρελθόν, ίσως να είχα κάνει βλακεία που δεν έγινα διαιτητής όταν μου το έλεγε».
Για το αν η διαιτησία είναι χόμπι: «Θέλει πολλή δουλειά η διαιτησία, δεν γίνεται αλλιώς. Δεν μπορείς να τη δεις ως χόμπι, έτσι χάνεις την έννοια του επαγγελματία. Όσο ανεβαίνεις τα σκαλοπάτια είναι πολύ πιο δύσκολο και επώδυνο».
Για τις καλύτερες του στιγμές στη διαιτησία: «Το ταξίδι ήταν πάρα πολύ ωραίο στο χώρο της διαιτησίας. Οι στιγμές ήταν πάρα πολλές. Οι καλύτερες μου στιγμές ήταν ο τελικός του σχολικού πρωταθλήματος που διεξήχθη στη Ρόδο, ένα τουρνουά «Τάσος Κουταλιανός», που «σφύριξα» το παιχνίδι Παναθηναϊκός- Πανιώνιος αλλά και την αναμέτρηση Παναθηναϊκός- Κολοσσός. Η τρίτη στιγμή ήταν το παιχνίδι Παναθηναϊκός- Απόλλων Πάτρας, το πρώτο και τελευταίο μου στην Α1 Κατηγορία».
Για τα συναισθήματα του στο Ο.Α.Κ.Α.: «Ένιωσα πολλά συναισθήματα διασχίζοντας τη φυσούνα για να βγω στο γήπεδο. Δεν είχα τρακ, είχα άλλα συναισθήματα. Ήταν από τα τελευταία μου παιχνίδια στις εθνικές κατηγορίες και ήθελα να απολαύσω τη στιγμή όσο το δυνατόν περισσότερο».
Για τις πιο άσχημες στιγμές: «Σε κάποια παιχνίδια δυστυχώς έπρεπε να αντλήσω πολύ υπομονή και δύναμη για να ανταπεξέλθω σε καταστάσεις που ήταν δυσάρεστες. Έγιναν έκτροπα, χωρίς να ευθύνομαι εγώ και έπρεπε ως πρώτος διαιτητής να βγάλω το φίδι από την τρύπα. Ήρθα πολλές φορές σε δύσκολη θέση. Εκεί αντέδρασα με ηρεμία γιατί δεν ήθελα να οξύνω περισσότερο την κατάσταση. Εκεί σκέφτεσαι το πώς θα βγεις από τη δύσκολη θέση».
Για τη διαιτησία στην Ελλάδα: «Πιστεύω ότι οι διαιτητές που έχουμε στην Ελλάδα είναι από τους καλύτερους στην Ευρώπη. Έχουμε δυνατό πρωτάθλημα και μ’ αυτό υπάρχουν καλοί διαιτητές. Το θετικό είναι ότι υπάρχουν πολλοί νέοι αξιόλογοι διαιτητές. Είναι λογική της Κ.Ε.Δ., ώστε να προωθεί νέα πρόσωπα. Για να γίνεις διεθνής πρέπει να είσαι 32 ετών και να έχεις σφυρίξει δύο χρόνια στην Α1. Υπάρχει στενόχωρη κατάσταση ανάμεσα στη FIBA και την Ευρωλίγκα, αλλά θεωρώ ότι θα βρεθεί λύση».
Για τα ηλικιακά όρια: «Πιστεύω ότι είναι σωστά τα ηλικιακά όρια. Στα 50 χρόνια για το μπάσκετ και στα 44 για το ποδόσφαιρο. Όταν μεγαλώνουμε θα πρέπει να σκεφτόμαστε και τους διαιτητές που έρχονται από πίσω και υπάρχουν αρκετοί καλοί νέοι ρέφερι».
Για τα μελλοντικά του σχέδια: «Υπάρχει μία προοπτική της Ομοσπονδίας να κάνει μία σχολή καθηγητών διαιτησίας, στην οποία θα πάρω μέρος. Προς το παρόν είμαι κομισάριος στα παιχνίδια του Κολοσσού».
Για το ενδεχόμενο να διεκδικήσει τον προεδρικό θώκο του Σ.Δ.Κ.Δ.: «Δεν νομίζω ότι θα διεκδικήσω ξανά την προεδρία του Σ.Δ.Κ.Δ. Ο σύνδεσμος έχει πάρει το δρόμο του, κι εγώ έναν άλλο δρόμο. Δεν υπάρχει σύγκλιση σ’ αυτούς τους δύο δρόμους, δεν γεφυρώνεται το χάσμα. Ο καθένας προχωράει έτσι όπως έχει μάθει. Κοιτάζω τα πράγματα από τη δική μου πλευρά και τελικά αποδεικνύεται ότι όσα έλεγα τόσα χρόνια, είχα δίκιο. Και κάποιες συμπεριφορές δικές μου που έχουν κατακριθεί, τελικά είχα δίκιο».
Για τη διαιτησία στα Δωδεκάνησα: «Δεν κρίνω τους διαιτητές. Δεν ασχολούμαι με το κομμάτι της διαιτησίας στα Δωδεκάνησα αυτοί τη στιγμή. Άλλοι είναι οι υπεύθυνοι. Οι παράγοντες, οι παίκτες και πολλοί άλλοι μπορούν να βγάλουν την άποψη για το επίπεδο. Την προσωπική μου άποψη την κρατάω για μένα».
Για τα συν και τα πλην του, όταν ήταν πρόεδρος του Σ.Δ.Κ.Δ.: «Οι σχολές που κάναμε όταν ξεκίνησα ως πρόεδρος ήταν μία πολύ καλή κίνηση, γιατί ήμασταν λίγα μέλη. Το λάθος μου ήταν ότι έδωσα περισσότερη αξία και εμπιστοσύνη σ’ ανθρώπους που δεν την άξιζαν. Ο καθένας κρίνεται από την ιστορία γι’ αυτά που κάνει. Είναι εύκολο να κάνεις κριτική, αλλά πολύ δύσκολο να δημιουργήσεις».
Ο επίλογος για την καριέρα του: «Μου έχει μείνει απίστευτη χαρά, ικανοποίηση και φιλίες με ανθρώπους που δεν θα ήξερα, αν δεν είχα ασχοληθεί με τον αθλητισμό. Με σέβονται γι’ αυτό που είμαι μέσα κι έξω από το γήπεδο. Έφυγα γεμάτος από τη διαιτησία. Πριν από 4-5 χρόνια σκεφτόμουν πως θα νιώσω όταν έρθει η ώρα να αποχωρήσω. Έφτασα 50 ετών, έπαιξα Α1, δεν μπορούσα να πάω παραπάνω. Είμαι ευτυχισμένος για όσα έκανα και ευχαριστώ το Θεό για όλα». Το σίγουρο είναι ότι ήθελα να φτάσω όσο πιο ψηλά μπορώ, με βάση τις δικές μου δυνατότητες, αυτό με ενδιέφερε. Πόσο ψηλά θα ήταν, δεν μπορούσε να το προβλέψει κανείς. Ήταν ένα όνειρο ζωής για μένα να παίξω σε αγώνα της Α1, έτσι όπως εξελίχθηκε η καριέρα μου».
12sports.gr